Σας καλωσορίζουμε στο blog των μαθητών της α' τάξης του 1ου Πειραματικού ΓΕΛ Αθηνών του τμήματος του project "Αθήνα-Παρίσι-Πειραιάς-Μασσαλία". Περιμένουμε ανακοινώσεις, πληροφορίες και σχόλια από όλες και όλους.

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΩΣ 1/5/2012


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

2
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
5

1.1: Η Ιστορία της Αθήνας

5

1.2: Η Ιστορία του Πειραιά

42
1.3: Η Ιστορία του Παρισιού
56
1.4: Η Ιστορία της Μασσαλίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΙΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΟΛΕΙΣ

2.1: Αρχιτεκτονικά ρεύματα στην Αθήνα


2.1.1: Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός της Αναγέννησης στην Αθήνα

2.1.2: Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του Νεοκλασικισμού στην Αθήνα

2.1.3: Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός Bauhaus στην Αθήνα

2.2: Αρχιτεκτονικά ρεύματα στο Παρίσι

2.2.1 : Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός της Αναγέννησης στο Παρίσι










ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Ευχαριστούμε θερμά για τη συμβολή τους στη διεξαγωγή της έρευνάς μας, το φιλόλογο του σχολείου μας, κύριο Σ. Κόνδη, για τις ανακοινώσεις που μας έκανε με θέμα την ιστορία του Πειραιά και της Αθήνας, καθώς και για την τόσο ενδιαφέρουσα ξενάγησή του στις αρχαιότητες ου Πειραιά.
Ευχαριστούμε, τους αρχιτέκτονες, κυρία Π. Κωσταρέλλου, κύριο Χ. Πυλαρινό και κύριο Γ. Θεοχάρη, για το πλούσιο φωτογραφικό υλικό και τα ιστορικά στοιχεία που μας έδωσαν στην προσπάθειά τους να μας μυήσουν στην αρχιτεκτονική και τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της.
Ευχαριστούμε ακόμη θερμά τις Ιστορικούς Τέχνης, κυρία Ε. Μπενίση και κυρία Σ. Κάντζια για την πολύτιμη βοήθειά τους σχετικά με τη ζωγραφική και την τέχνη γενικότερα..
Τέλος, ευχαριστούμε την καθηγήτριά μας Ευαγγελία Κουτσουδάκη για τη βοήθεια, την καθοδήγηση και τη συμβολή, στην εκπόνηση της παρούσας εργασίας.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η εργασία αυτή εκπονήθηκε υπό την επίβλεψη της κυρίας Ευαγγελίας Κουτσουδάκη και εντάσσεται στα πλαίσια του μαθήματος «project» της Α΄ Λυκείου. Η επιλογή του θέματος έγινε με κριτήριο τη στενή και μακρόχρονη σχέση  της Ελλάδας με τη Γαλλία.
Η εργασία χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα αναφέρεται στην ιστορία των τεσσάρων πόλεων. Η δεύτερη ενότητα μελετάει τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε έλληνες και γάλλους ζωγράφους και αρχιτέκτονες και η τρίτη ενότητα, εξετάζει πολιτιστικά στοιχεία των τεσσάρων πόλεων όπως η μόδα, η γαστρονομία, τα ενδιαφέροντα και η καθημερινή ζωή των κατοίκων τους. Στην Εισαγωγή αναφέρονται  ο σκοπός της εργασίας, οι παράμετροι που μελετήθηκαν και η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε.
Στον επίλογο, καταγράφονται τα συμπεράσματα της ερευνητικής μας εργασίας. Για την εξαγωγή συμπερασμάτων, διεξήχθη συγκριτική μελέτη των δεδομένων των ανακοινώσεων των ειδικών επιστημόνων, καθώς και καταγραφή, επιλογή και αξιοποίηση των στοιχείων και των πληροφοριών της σχετικής βιβλιογραφίας και του διαδικτύου. 
Για την υλοποίηση της έρευνας πραγματοποιήθηκαν εκπαιδευτικές επισκέψεις και ανακοινώσεις από ειδικούς επιστήμονες και μελετήθηκε η σχετική με το θέμα, βιβλιογραφία και δικτυογραφία.



ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο στόχος του σχεδίου εργασίας μας ήταν να αναδείξουμε όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές των τεσσάρων πόλεων, μελετώντας τις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτισμικές τους προεκτάσεις με απώτερο στόχο, την αναζήτηση της μεταξύ τους σχέση. 
Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε ήταν η εξής: Ορίσαμε αρχικά χρονοδιάγραμμα και χωρισθήκαμε σε  πέντε ομάδες των τεσσάρων μαθητών έκαστη. Στη συνέχεια, έγινε καταμερισμός των εργασιών και τηρήσαμε ατομικό αλλά και ομαδικό ημερολόγιο, καταγράφοντας λεπτομερώς όλες τις εργασίες που αναλαμβάναμε και ολοκληρώναμε. Για τη συλλογή δεδομένων κρατήθηκαν σημειώσεις από τις ανακοινώσεις των ειδικών επιστημόνων καθώς και από τις εκπαιδευτικές επισκέψεις που υλοποιήσαμε στον Πειραιά και την Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών.
Σε όλη τη διάρκεια της εργασίας, η κάθε ομάδα ανέφερε στην ολομέλεια της τάξης τα ευρήματά της και στη συνέχεια ακολουθούσε συζήτηση μέσα από την οποία επιχειρείτο η εξαγωγή κοινών συμπερασμάτων και παρατηρήσεων.
Εν κατακλείδι, μέσα από αυτήν την εργασία-έρευνα μελετήσαμε, με τη βοήθεια των ειδικών επιστημόνων και της αντίστοιχης βιβλιογραφίας, την ιστορία, την τέχνη και τον πολιτισμό των δύο ευρωπαϊκών πρωτευουσών, την Αθήνα και το Παρίσι, και των δύο ευρωπαϊκών λιμανιών, του Πειραιά και της Μασσαλίας, αναζητώντας τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, με στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων για τις σχέσεις που διέπουν τις τέσσερις πόλεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
1.1: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Η ΑΘΗΝΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Η πόλη όπου κατοικούμε, έχει μια πολύ μεγάλη ιστορία που αρχίζει πολλούς αιώνες, χιλιάδες χρόνια, πριν από τη χρήση της γραφής και την καταγραφή της Ιστορίας (Εικόνα 1).
http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image001.jpg                                                  http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image002.jpg
Εικόνα 1. Τοπογραφικό διάγραμμα της πόλεως των Αθηνών             Εικόνα 2. Ο βράχος της Ακροπόλεως και οι κλιτείς του
με τα σημεία ευρέσεως προϊστορικών υπολειμμάτων                           με τα ευρήματα της Νεολιθικής, Πρωτοελλαδικής και       
                                                                                                             Μεσοελλαδικής εποχής
Οι πρώτοι άνθρωποι στην πόλη μας, φθάνουν στο τέλος της Νεολιθικής εποχής, κάπου μεταξύ 3500 και 3200 π.Χ. Διάφορα ίχνη τους που έχουν διασωθεί στις μέρες μας μαρτυρούν ότι πρώτοι αυτοί διάλεξαν ως μόνιμη εγκατάσταση την περιοχή του βράχου της Ακροπόλεως. Στην αρχή πιθανόν να μην θέλησαν να μείνουν ακριβώς επάνω στην κορυφή, αλλά από ανασκαφές γνωρίζουμε ότι είχαν ασφαλώς διασκορπιστεί στη νότια και βόρεια κλιτύ του βράχου, και ίσως κατά καιρούς χρησιμοποιούσαν τα δύο μικρά σπήλαια επάνω από το θέατρο του Διονύσου. Το βασικότερο στοιχείο , για την ίδρυση οικισμού ήταν το νερό, το οποίο και αντλούσαν από ρηχά πηγάδια βάθους 3-4 μ., 21 για την ακρίβεια, που είχαν ανοίξει στα ΒΔ του βράχου, εκεί όπου αργότερα, στους ιστορικούς χρόνους, υπήρχε η ονομαστή πηγή Κλεψύδρα (Εικόνα 2).
Εκείνη την εποχή τα σπίτια ήταν  λίγα και σκορπισμένα στις πλαγιές, ωστόσο  είχαν γερή κτιστή βάση, ενώ οι τοίχοι και η στέγη ήταν πλεκτά από κλαδιά αλειμμένα με λάσπη. Μέσα στο μοναδικό δωμάτιο υπήρχε κτιστή εστία που έψηνε το φαγητό και ζέσταινε τον χώρο. Τα τρόφιμα και τις άλλες προμήθειες που αποκτούσαν από την καλλιέργεια και διάφορες συναλλαγές τα αποθήκευαν μέσα σε απλούς ρηχούς λάκκους σκαμμένους στη γη. Ωστόσο το κυνήγι ζώων της περιοχής είχε ζωτική σημασία ,όχι μόνο για το κρέας αλλά και για το δέρμα.Εκτός από τις απαραίτητες βιοτικές τους ανάγκες, ασχολιόντουσαν με τον καλλωπισμό τους, καθώς φρόντιζαν να στολίζουν το σώμα τους με λίθινα και οστέινα κοσμήματα και πιθανόν να έβαφαν το πρόσωπό τους με ώχρα.
http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image003.jpg Την άσκηση της λατρείας  της γυναικείας θεότητας της ευφορίας, αυτής που κυριαρχεί στον Ανατολικό χώρο καθ' όλη την Προϊστορική εποχή μαρτυρούν τέσσερα παχύσαρκα γυναικεία ειδώλια (Εικόνα 3).
Εικ 3. Γυναικεία Νεολιθικά
ειδώλια από την αρχαία Αγορά
 και τα Πατήσια
http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image005.jpgΣτον γειτονικό λόφο του Ολυμπιείου πιθανότατα να είχε εγκατασταθεί άλλη μία ομάδα ανθρώπων, ωστόσο ο λόφος
αργότερα ισοπεδώθηκε για να κτισθεί επάνω ο ναός του Ολυμπίου Διός. Από το σημείο αυτό δεν διασώθηκε τίποτα (ούτε θα ήταν δυνατόν αφού κόπηκε και απομακρύνθηκε όλη η πιθανή επίχωση), αλλά η μορφή και η θέση του λόφου παρουσιάζουν την ιδεώδη τοποθεσία για ίδρυση Νεολιθικού οικισμού: χαμηλό έξαρμα γης κοντά σε ποταμό και πεδινή έκταση γύρω με εύφορο χώμα για καλλιέργεια.
Από τα ευρήματα που έχουν διασωθεί και ειδικότερα τους τύπους της κεραμικής, συμπεραίνουμε ότι οι άνθρωποι που έμεναν στις κλιτείς της Ακροπόλεως κατά τη Νεολιθική εποχή ήταν στραμμένοι
προς τη θάλασσα και διατηρούσαν στενή επαφή με τις ακτές του Σαρωνικού, την Αίγινα και την Κέα. Αραιότερες ήταν οι σχέσεις τους με τη ΒΑ  Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και τη Μικρά Ασία.
Την πρώτη εποχή του Χαλκού (3200-2000 π.Χ.), οι κατοίκοι της σημερινής Αθήνας εξακολουθούν να είναι ακόμα έντονα επηρεασμένοι από τον Νεολιθικό τρόπο ζωής. Οι κάτοικοι της Αθήνας ήταν  κλεισμένοι στον χώρο τους, αλλά αργότερα συνδέονται και έρχονται σε επαφή με την Πελοπόννησο, τη Στερεά και τις Κυκλάδες. Ωστόσο παρόλο που δεν διασώθηκε κανένα σπίτι ή μόνιμη  κατασκευή, η σκόρπια κεραμική μαρτυρεί ότι εξακολουθούν να κατοικούν στις παλιές θέσεις, ενώ άλλοι διαμένουν τώρα ασφαλώς και στην κορυφή του βράχου, κοντά στο Ερέχθειο, όπου βρέθηκαν σαφή ίχνη τους. Στην αρχαία Αγορά αρχίζει να διαγράφεται ένα μονοπάτι προς τα δυτικά, προς την Ακαδημία Πλάτωνος, που πρόκειται να γίνει αργότερα δρόμος. Ανατολικά, στο λόφο του Ολυμπιείου βρέθηκε ένας  κάτοικός του θαμμένος σε μικρό λαξευτό τάφο της περιοχής. Έτσι λοιπόν, αυτός και ένας άλλος τάφος στον Κεραμεικό φανερώνουν από το σχήμα και τα κτερίσματά τους ότι οι κάτοικοι της περιοχής διατήρησαν στενές σχέσεις με τις Κυκλάδες ή τους Κυκλαδικούς οικισμούς της Αττικής και ακολούθησαν πολλά δικά τους έθιμα.
Μετά απ' αυτά τα λίγα και πτωχά κατάλοιπα, εντύπωση προκαλεί το πλήθος και η ποικιλία των ευρημάτων της δεύτερης εποχής του Χαλκού, της Μεσοελλαδικής περιόδου (2000-1600 π.Χ.). Σπίτια, πηγάδια, εστίες, λάκκοι αποθήκης, τάφοι διαφόρων τύπων και όλες οι κατηγορίες της κεραμικής με άφθονο υλικό υπάρχουν κατεσπαρμένα σε μεγάλη έκταση του χώρου. Στη νότια κλιτύ σημάδια της Μεσοελλαδικής εποχής υπάρχουν όχι μόνο κοντά στα Πρωτοελλαδικά, αλλά παντού όπου έγινε ανασκαφή. Δύο εστίες, δύο λάκκοι αποθήκης, ταφή μέσα σε πίθο, ταφικός τύμβος βόρεια της Στοάς του Ευμενούς, δύο δωμάτια ή σπίτια, ένα πηγάδι, δύο μικροί απλοί τάφοι και χαμηλότερα, προς τα ανατολικά του λόφου του Μουσείου, ένας καλοφτιαγμένος τάφος μεγάλων διαστάσεων (1.40x0.55 εσωτ.), άλλοι δύο πρώιμοι και βέβαια παντού κεραμική.
Πολλή κεραμική βρέθηκε ανατολικά, στον χώρο του Ολυμπιείου. Βόρεια μέσα στην αρχαία Αγορά, σε όποιο σημείο ο βράχος είχε διατηρήσει παλαιά επίχωση, αποκαλύπτεται Μεσοελλαδική χρήση.
http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image011.jpgΌπως είναι φανερό, τα Μεσοελλαδικά υπολείμματα καλύπτουν τεράστια έκταση, πολύ μεγαλύτερη από όλους τους γνωστούς Μεσοελλαδικούς οικισμούς.. Οι κάτοικοι των οικισμών δεν φαίνεται να ζουν κλεισμένοι στον τόπο τους. Απεναντίας, διατηρούν στενές σχέσεις και έρχονται συνεχώς σε επικοινωνία με τη Στερεά, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες.
Και φτάνουμε στην Ύστερη εποχή του Χαλκού την Υστεροελλαδική ή  την γνωστή Μυκηναϊκή. Οι
πρώτοι χρόνοι του Μυκηναϊκού πολιτισμού (1600-1500 π.Χ.), που εμφανίζεται και ωριμάζει στην Αργολίδα, βρίσκουν τους κατοίκους των Αθηνών έντονα επηρεασμένους από τον Μεσοελλαδικό τρόπο ζωής.
Η εποχή των βασιλικών λάκκων και των πολύχρυσων Μυκηνών με τα πολυτελή σκεύη και τους νέους ρυθμούς είναι για τους περισσότερους Αθηναίους άγνωστη. Τέχνη και συνήθειες ακολουθούν τα Μεσοελλαδικά πρότυπα και διατηρούν τον Μεσοελλαδικό χαρακτήρα. Ο νέος ρυθμός γίνεται προσιτός σε λίγους ανθρώπους, μόνο σ' αυτούς που κατοικούν επάνω στον βράχο, στη νότια κλιτύ και στο Ολυμπίειο. Άλλου είδους ευρήματα, κυρίως τάφοι, φανερώνουν ότι ορισμένες οικογένειες πέρασαν από τη μία εποχή στην άλλη και έζησαν την περίοδο της πολιτιστικής αλλαγής χωρίς να αλλάξουν τα παραδοσιακά έθιμα. Πάντως, το (1500-1400 π.Χ.) οι Αθηναίοι αποκτούν τον χαρακτήρα του Μυκηναϊκού κόσμου,   ακολουθούν τις ίδιες μορφές όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και και στη διοίκηση. Η κορυφή του βράχου Πρώιμα αγγεία Μυκηναϊκής περιόδου και οι κλιτύες, τουλάχιστον η νότια, είναι ο τόπος κατοικίας του ηγεμόνα και της άρχουσας τάξης. Στις θέσεις αυτές οι κάτοικοι μεταχειρίζονται πολυτελή σκεύη και έχουν στα σπίτια τους αντικείμενα από την Αργολίδα και την Κρήτη.
Ωστόσο, στην κάτω πόληhttp://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image022.jpg η  έκταση του οικισμού δεν ήταν απόλυτα καθορισμένη για το διάστημα αυτό. Τα ευρήματα όμως φανερώνουν ότι εκτός από τις παλαιές θέσεις που κατοικούνται (ανατολικά του Μουσείου και το Ολυμπίειο) αρχίζει να κατοικείται μια άλλη περιοχή σχετικά πιο μακριά , με σπίτια που υπάγονται σε νέο συγκρότημα. Οι κάτοικοί τους ενταφιάζονται σε άλλο νεκροταφείο, δίπλα σε μια στροφή του Ιλισού, στο τέρμα της σημερινής οδού Δημητρακοπούλου. Η τελευταία κατοικία τους κατασκευάζεται κατά τα νέα πρότυπα του θαλαμοειδούς τάφου, ενώ παράλληλα οι παλαιές οικογένειες  χρησιμοποιούν Μεσοελλαδικούς κιβωτιόσχημους.
Κάτοψη και τομές θαλαμοειδούς
τάφου Μυκηναϊκής εποχής σε
οικόπεδο της οδού Δημητρακοπούλου 50.
Κατά την τρίτη Μυκηναϊκή περίοδο –ΥΕ III– και ειδικότερα στα πρώτα χρόνια της (1410-1380 π.Χ.) ο οικισμός των Αθηνών παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη. Ο πληθυσμός εξαπλώνεται στο νότιο http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image024.jpgτμήμα και όλα μαρτυρούν τη γενική ευημερία στην ποιότητα και τα μέσα ζωής. Μερικοί τάφοι του νεκροταφείου τους περιέχουν κτερίσματα εφάμιλλα των Αργολικών. Αντίθετα, η βόρεια πλευρά παραμένει προσωρινά ακατοίκητη. Και όμως κάπου πρέπει να είχε σχηματισθεί ένας οικισμός, Ακρόπολη και Ολυμπιείο,   γιατί στην περιοχή της Αγοράς, ιδίως γύρω από τη στοά του Αττάλου, δημιουργείται νεκροταφείο που είναι αρκετά μεγάλο για να αποδοθεί μόνο στις οικογένειες της κορυφής του βράχου. Οι πραγματικά πλούσιοι τάφοι των Αθηνών βρέθηκαν στον Άρειο Πάγο, λαξευτοί μέσα στο βράχο, και αυτοί τουλάχιστον πρέπει να έκρυβαν άρχοντες.

http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image026.jpg       http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image028.jpg     http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image030.jpg        http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image032.jpg             http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image034.jpg
Χρυσά νομίσματα                              Χρυσές χάτδρες               2 χρυσές χάνδρες σε       Χρυσή χάντρα σε     Χρυσό περιδέραιο
                                                                                                σχήμα κεφαλιού μύγας     σχήμα κεφαλιού
                                                                                                                                        βοδιού
http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image035.jpg
Τέλος, άλλο ένα νεκροταφείο, το τρίτο του οικισμού, φαίνεται να σχηματίζεται δυτικά της Ακροπόλεως στη ρίζα του λόφου των Νυμφών
 



Η αρχαία Αγορά των Αθηνών την προϊστορική εποχή. Με διακεκομμένη γραμμή τα κτήρια των ιστορικών χρόνων.                                                                                         
  

http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image037.jpg     http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image039.jpg            http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image041.jpg             http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image043.jpg               http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image045.jpg

Ομοίωμα καθίσματος από το Δυτικό       Πιθόσχημο αγγείο από     Αγγεία από το νότιο νεκροταφείο        Χάλκινες αιχμές   
 Νεκροταφείο (πλάγια και πλάτης όψη)   το νότιο νεκροταφείο                                                                   δοράτων

Όλη αυτή η έκταση που ορίζεται στα άκρα της από δύο και τρία νεκροταφεία είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη προηγούμενης εποχής και είναι αδύνατο να αποτελούσε έναν ενιαίο και συνεχή οικισμό. Για να είμαστε πλησιέστερα στην πραγματικότητα, πρέπει να υποθέσουμε ότι οι Αθηναίοι ήταν συγκεντρωμένοι κατά ομάδες ή «κατά κώμας» όπως θα έλεγε ο Θουκυδίδης, με τον κεντρικό πυρήνα επάνω στον βράχο και στη νότια κλιτύ. Μερικά σπίτια θα σχημάτιζαν άλλη ομάδα δυτικά της Ακροπόλεως, άλλα ανατολικά του Μουσείου ή κατά μήκος της δυτικής όχθης του Ιλισού και άλλα στο Ολυμπίειο. Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι η διάρθρωση αυτή δεν είχε σχέση με συγκεκριμένη κοινωνική ή οικονομική διαφοροποίηση των κατοίκων, διότι τα κτερίσματα των δύο μεγάλων νεκροταφείων παρουσιάζουν απόλυτη ποιοτική αντιστοιχία. Ανώτερα υπήρχαν μόνο μέσα Αμφορέας και πρόχους από μυκηνaϊκάhttp://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image047.jpg          τάφους του Αρείου Πάγου, αλλά αυτοί, όπως είπαμε, ήταν πηγάδια.                                                       ηγεμονικοί. Η «κατά κώμας» οργάνωση του πληθυσμού που διαπιστώνεται ανασκαφικά από τα ευρήματα στον χώρο οδηγεί σε έναν συλλογισμό. Η λέξη Αθήναι, όπως δηλώνει η κατάληξη -ηναι, είναι παλαιότερη των ιστορικών χρόνων και διατυπώνεται πάντοτε κατά πληθυντικό αριθμό. Ο πληθυντικός αναφέρεται μάλλον σ' αυτή τη διαίρεση και προήλθε από το σύνολο των μικρών οικισμών που όλοι μαζί απαρτίζουν ένα συνοικισμό, όπως συμβαίνει και με τις πόλεις Μυκήναι, Θήβαι. Η ερμηνεία αυτή αποτελεί απλώς ένα συλλογισμό χωρίς άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ενώ η παράδοση αποδίδει το όνομα Αθήναι σε μεταγενέστερους χρόνους μετά τον «συνοικισμό» του Θησέως και οι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν παλαιότερα ονόματα της πόλεως όπως  Κεκροπίς και Ερεχθηίς.
Από τα ποικίλα ευρήματα των Αθηνών καταλήγουμε στο συμπέρασμα  ότι οι επαφές με την Αργολίδα, τη Βοιωτία, την Εύβοια και όλη την Αττική είναι συχνές. Η ποιότητα όμως των εισηγμένων δεν είναι άριστη και αυτό φαίνεται να σημαίνει ότι οι Αθηναίοι δεν ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι στη διάκριση της υψηλής τέχνης. Τα εντόπια εργαστήρια μιμούνται τα Αργολικά αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία, ενώ υπάρχουν ορισμένα που παραμένουν προσκολλημένα –ή έστω ξαναθυμούνται και επαναλαμβάνουν– μορφές και τεχνοτροπίες της Μεσοελλαδικής εποχής. Τοπική ιδιομορφία παρουσιάζουν ορισμένα αγγεία με έντριπτη διαμόρφωση επιφάνειας και μερικά υδροφόρα κατασκευασμένα όπως ακριβώς τα Μεσοελλαδικά με τον ίδιο πηλό, βαφή και διακόσμηση. Αραιά και σπάνια είναι τα προϊόντα από τη μακρινή Χαναάν, αλλά αυτό που πρέπει να σχολιαστεί είναι οι σχέσεις των Αθηνών με την Κρήτη. Ο μύθος συνδέει με τραγικό τρόπο τους νέους των Αθηνών, τον Θησέα και τον Αιγέα, με την Κρήτη και τον Μινώταυρο. Τα στοιχεία αυτά δεν αποδεικνύουν ουσιαστική Μινωική επίδραση που να δικαιολογεί τη γένεση παρόμοιου μύθου.
Το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα (ΥΕ III Α2) η ζωή συνεχίζεται με τρόπο συντηρητικό. Οι κάτοικοι παραμένουν στις θέσεις τους, αλλά δεν επεκτείνονται ούτε αναπτύσσουν ιδιαίτερη δραστηριότητα. Αυτή την εποχή συντελείται η πρώτη σημαντική εξάπλωση του Μυκηναϊκού πολιτισμού στον χώρο του Αιγαίου και παντού, ακόμα και στην Αττική και  δημιουργούνται νέοι οικισμοί.
Μόνο αι Αθήναι παραμένουν αμέτοχοι της συντελούμενης «κοσμογονίας» και η εξήγηση δεν προκύπτει αμέσως από τα δικά μας ευρήματα. Ίσως όμως επιτρέπεται να σκεφθούμε ότι τα ζωτικότερα μέλη του πληθυσμού μετακινήθηκαν προς τη θάλασσα και εγκαταστάθηκαν σε παράλιους οικισμούς που ξέρουμε ότι εκείνη την εποχή ευημερούν, όπως η Αλυκή της Βούλας, η Βάρκιζα, το Φάληρο και άλλα. Εδώ, στα παλιά σπίτια, έμεναν οι πιο συντηρητικοί και συνέχισαν να εργάζονται με τον δικό τους ρυθμό. Η σχετική απομόνωση και ο συντηρητισμός διαρκούν μισό περίπου αιώνα. Από τις αρχές του επομένου, 13ου αιώνα, αι Αθήναι εισέρχονται στην πιο σημαντική φάση της ανάπτυξης της . Στη βόρεια κλιτύ κτίζονται μερικά σπίτια και είναι βέβαιο ότι οι κάτοικοι της περιοχής κυκλοφορούν γύρω από τον βράχο από ένα μονοπάτι, που αργότερα μεταβάλλεται στον γνωστό Περίπατο.
http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image050.jpgΕπάνω στον βράχο ο χώρος αναμορφώνεται. Εκεί ακριβώς όπου αργότερα θα κτισθεί το Ερέχθειο και ο πρώτος, ο εκατόμπεδος ναός της Αθηνάς, σχηματίζεται ισοπεδωμένος χώρος με άνδηρα, επάνω στα οποία κτίζεται το Μυκηναϊκό ανάκτορο. Από το κτίσμα σώθηκαν ελάχιστα λείψανα, αλλά από αυτά και μόνο (δύο βαθμίδες κλίμακας προς τον δεύτερο όροφο, κίονας μεγάλης διαμέτρου) συμπεραίνουμε ότι το ανάκτορο είχε περίπου το σχήμα και τα βασικά στοιχεία των γνωστών Αργολικών.
Αμέσως μετά, στην επόμενη γενιά, οχυρώνεται με ισχυρό κυκλώπειο τείχος που περιβάλλει την επάνω επιφάνεια του βράχου: θεμελίωση, οικοδομική τεχνική, υλικά, σχέδιο και διαδρομή, όλα τα τμήματα και τα στοιχεία του τείχους μιμούνται τα Αργολικά πρότυπα. Η κύρια είσοδος εφοδιάζεται με ισχυρό πύργο που αφήνει  συγχρόνως στενό πέρασμα για να εγκλωβίζει σε μικρό χώρο πιθανούς επιδρομείς. Η δεύτερη  πρόσβαση στον βορρά, εκεί που
 Η Ακρόπολη των Αθηνών στη Μυκην   υπήρχε πάντοτε το μονοπάτι προς την κορυφή του  βράχου,  εποχή. Η εσωτ. παχειά γραμμή είναι το τείχος  φράσσεται τώρα από το τείχος. Τέλος, κατασκευάζεται η υπόγεια κάθοδος στη βόρεια κρήνη που θα εξασφαλίζει στους πολιορκημένους νερό. Η πηγή βρίσκεται σε βάθος 40 μ. από την κορυφή, και η κλίμακα με βαθμίδες λίθινες και ξύλινες στηρίχθηκε με ευφυή και αποτελεσματικό τρόπο μέσα σε κατακόρυφη σχισμή του βράχου ώστε να είναι εξωτερικά αθέατη.
Η κατασκευή της ακροπόλεως προϋποθέτει άνακτα και ηγεμόνα που συγκεντρώνει στα χέρια του μεγάλη δύναμη και επιβάλλεται σε πλήθος υπηκόων. Τα ευρήματα στην κάτω πόλη και «τας κώμας» δεν είναι πολλά, αλλά είναι αρκετά για να μαρτυρούν ότι οι παλαιές θέσεις δεν εγκαταλείπονται και οι άνθρωποι, ιδίως οι παλαιές οικογένειες, δεν αφήνουν τα σπίτια τους.
Η συνεχής ανάπτυξη και ευμάρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου ανακόπτεται στις αρχές του 12ου αιώνα. Οι λόγοι βρίσκονται εκτός του ελλαδικού χώρου και είναι γεγονός ότι οι ταραχές στον χώρο της Ανατολής επηρεάζουν τη διακίνηση των αγαθών και πλήττουν καίρια το εμπόριο των Αχαϊκών ανακτόρων. Τις συνέπειες θα τις υποστεί και ο Αθηναίος βασιλεύς, που ξαφνικά στερείται της δυνατότητας ελέγχου και κηδεμονίας του τοπικού εμπορίου.
Η δημογραφική μεταβολή υπήρξε άμεση και εμφανής. Οι συγκεντρωμένοι περί το ανάκτορο τεχνίτες, παραγωγοί και έμποροι αποδεσμεύονται από την οικονομική και διοικητική εξάρτηση, διασκορπίζονται σε νησιά και άλλα επίκαιρα σημεία και φροντίζουν, μόνοι τους πια, τη διάθεση των προϊόντων τους. Ο πληθυσμός των Αθηνών αραιώνει, τα σπίτια που είχαν συγκεντρωθεί στη ΒΑ άνοδο  
εγκαταλείπονται και οι κάτοικοι διασκορπίζονται ακόμα και μέσα στο
http://www.eie.gr/archaeologia/gr/layout/images/01/image054.jpg                                              πόλισμα. Η βόρεια κρήνη χρησιμοποιείται για λίγα χρόνια ακόμα, αλλά όλα τα κατάλοιπα και ευρήματα μαρτυρούν τη γενική πτώση της ποιότητας. Στο νεκροταφείο της Αγοράς και στο Δυτικό γίνονται ελάχιστες ταφές, ενώ μια άλλη ταφή εντοπίζεται στον Κεραμεικό. Εκεί θα αρχίσει να σχηματίζεται ο πρώτος πυρήνας του νεκροταφείου που θα εξελιχθεί κατά τους ιστορικούς χρόνους στο κύριο νεκροταφείο της πόλης
   Η διακόσμηση στον ώμο του        
    ψευδόστομου αμφορέα               .  
Ο άρχων εξακολουθεί να παραμένει στην ακρόπολη και συμπληρώνει την εγκατάστασή του με λίγα ακόμα σπίτια νοτίως του Παρθενώνος. Αυτοί οι τελευταίοι Αχαιοί με τα πενιχρά μέσα τους και τις περιορισμένες δυνατότητες σώζουν την πόλη από την τέλεια ερήμωση και μετά τα σύντομα Υπομυκηναϊκά χρόνια αι Αθήναι εισέρχονται στην Ιστορική περίοδο που ανέδειξε την πόλη σε κοιτίδα του πολιτισμού.
Οι Αθηναϊκοί μύθοι και παραδόσεις αποτέλεσαν επί αιώνες την πνευματική κληρονομιά του πληθυσμού και στην οποία  οι Αθηναίοι αναγνώρισαν την πρώτη Ιστορία τους. Οι παραδόσεις αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, βασιλείς και ήρωες, που διάφορα περιστατικά της ζωής τους συνδέονται με γεγονότα ή σημεία της περιοχής.
Στο Ολυμπίειο τοποθετείται η οικία του Αιγέως. Είναι ο μόνος βασιλεύς των Αθηνών που δεν είχε την έδρα του στην Ακρόπολη, αλλά κατά τον Πλούταρχο βρισκόταν δυτικά των «Αιγέως πυλών» στο λεγόμενο Περίφρακτο του Δελφινίου Τη σύνδεση του Αιγέως με το Ολυμπίειο απέδωσαν μερικοί στο ότι ο Αιγεύς δεν ήταν Ερεχθείδης, δηλαδή γηγενής Αθηναίος. Άλλοι νόμιζαν ότι εκεί υπήρχε παλαιό ανάκτορο. Όμως και οι δύο απόψεις παρουσιάζουν σοβαρά μειονεκτήματα: πρώτον ότι βασιλεύς τόσο κοντά με το ανάκτορο άλλου βασιλέως δεν είναι δυνατόν να υπάρξει και δεύτερον η περιοχή του Ολυμπιείου από την ΥΕ III Β-ΙΙΙ Γ περίοδο (1300-1100 π.Χ.), τότε που θα είχε κτισθεί και κατοικηθεί το ανάκτορο, παρουσίασε ευρήματα χαμηλής σχετικά ποιότητας που δεν έχουν  καμιά σχέση με τα γνωστά ανακτορικά σκεύη.
Μετά την τοπογραφική εξέταση των Αθηνών, είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε κάποια σχετική υπόθεση, χωρίς να έχουμε τα ασφαλή αποδεικτικά στοιχεία. Στον οικισμό του Ολυμπιείου που επισημάναμε, μπορεί να υπήρχε μια οικογένεια ηγεμονικού γένους, σαν αυτή που τάφηκε στο τέρμα του νοτίου νεκροταφείου, και να είχε παραμείνει εκεί επί αιώνες όπως αποδεικνύουν μερικοί τάφοι. Έτσι, η λαϊκή παράδοση συνέδεσε την εξέχουσα αυτή οικογένεια με μια μυθική μορφή, ένα βασιλέα, που ήρθε όμως από άλλη περιοχή. Ο Θησεύς αποτελεί την κατ' εξοχήν μυθική μορφή των Αθηνών. Είναι ήρωας των Ιώνων, βασιλεύς των Αθηνών, αλλά η του δράση εξαπλώνεται σε πολλές περιοχές και επαρχίες. Γεννιέται στην Τροιζήνα, έρχεται νεαρός στην Αθήνα, οι άθλοι του συνδέονται με την ηπειρωτική Ελλάδα και νησιά Αιγαίου, και κυρίως την Κρήτη. Από την ανεξάντλητη βιβλιογραφία συνάγεται ότι ο Θησεύς δεν αντιπροσωπεύει ένα πρόσωπο, αλλά τον εθνικό ήρωα των Αθηναίων, στον οποίο αποδίδονται πράξεις και έργα πολλών εποχών που απέχουν μεταξύ τους αιώνες.
Το ταξίδι στην Κρήτη, όπως σχολιάσαμε, δεν ερμηνεύεται από τις μέχρι σήμερα γνωστές σχέσεις Αθηνών και Κρήτης.
Άλλο κατόρθωμα του Θησέα είναι η πραγματοποίηση του λεγόμενου «συνοικισμού». Με τη λέξη αυτή δεν εννοείται η γενική συγκέντρωση, αλλά η άμεση εξάρτηση διαφόρων πληθυσμών από μία αρχή. Η ανάμνηση της αναδείξεως και επικρατήσεως του βασιλέα των Αθηνών σε ηγεμόνα των διασκορπισμένων στην Αττική οικισμών πρέπει να διατηρήθηκε μέχρι τους ιστορικούς χρόνους παραφθαρμένη και προσαρμοσμένη στο σύστημα διοικήσεως της Ελληνικής πόλεως. Στην έννοια του «συνοικισμού» μπορεί να κρύβεται η ποικιλόμορφη εξάρτηση των Αττικών οικισμών από τον βασιλέα των Αθηνών. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά στοιχεία, πρέπει να έγινε μέσα στην ΥΕΙΙΙΒ περίοδο (1300-1230 π.Χ.), τότε που κτίσθηκε το ανάκτορο και η οχύρωση και εξαπλώθηκε η πόλη προς βορρά. Ούτε πριν ούτε μετά ήταν δυνατή τέτοια ενέργεια, διότι πριν δεν υπάρχουν τεκμήρια πολιτικής ακτινοβολίας, ενώ μετά επέρχεται η διάλυση του Αχαϊκού κόσμου.

Η ΑΘΗΝΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ[1]
Αθήνα και Χριστιανισμός
Μεσαιωνική Εποχή, ονομάζουμε την εποχή που εξελίσσεται  από το 267 μΧ έως το 1456 μΧ. Το 267 μΧ κυριαρχούσαν οι Ερούλοι μία Τευτονική φυλή, η οποία εισέβαλε στην Αθήνα με αποτέλεσμα την ισοπέδωση της. Αυτό επέφερε μεγάλες αλλαγές στην Αθηναϊκή Πόλη. Συγκεκριμένα, η πόλη άλλαξε ριζικά, επεκτάθηκε και ανεγέρθηκαν σπουδαία κτήρια για την εποχή.
Η πόλη που είχε διοικητική δικαιοδοσία στην Αθήνα ήταν η Αχαΐα, με αυτοκράτορα τον Διοκλητιανό, ο οποίος ανέγειρε την Βιβλιοθήκη του Αδριανού και άλλα κτήρια. Η Αθήνα παρόλο που είχε υποβαθμιστεί πολιτικά και οικονομικά, στον πνευματικό τομέα ευημερούσε.  Μαθητές συγκεντρώνονταν από όλο τον κόσμο για να σπουδάσουν ρητορική και φιλοσοφία.
Οι φυσιογνωμίες που στιγμάτισαν την εποχή
Φιλόσοφοι
Αυτοκράτορες
Άγιοι & Διανοούμενοι
Λιβάνιος
Χιμέριος
Λονγίνος
Πορφύριος
Ιουλιανός
Μέγας Βασίλειος
Γρηγόριος Ναζιανζός

Παρατηρούμε λοιπόν ότι, παρόλο την κατάληψη της Αθήνας από τους Βησιγότθους, η πόλη έχει ανεπτυγμένο πνευματικό τομέα (395μΧ-396μΧ).
Χριστιανισμός στην Αθήνα
Ποιο κλίμα υποδέχθηκε τον Χριστιανισμό;
Κατά την ύστερη εποχή της αρχαιότητας, ο Χριστιανισμός συνυπήρχε με μία άλλη θρησκευτική αντίληψη, τον παγανισμό. Παρόλα αυτά την εποχή του Α. Διονυσίου του Αεροπαγίτη στην Αθήνα υπήρχε μια μικρή κοινότητα (4ος αιώνας).Η ύπαρξη της κοινότητας αυτής αποδείχθηκε με την εύρεση πήλινων λαμπών και τάφων με χαραγμένα χριστιανικά σύμβολα. Όλα αυτά ανακαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές στην Αρχαία Αγορά.
Ο πρώτος χριστιανικός ναός ήταν ως γνωστός Τετράκογχος ο οποίος κατασκευάστηκε  τον 5ο αιώνα μ.Χ. στο κέντρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού. Στη συνέχεια, τον 7ο αιώνα, ο ναός αντικαταστάθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Ανδριανού   Βασιλική της Μεγάλης Παναγίας. Την ίδια περίοδο χτίστηκε μία μεγάλη βασιλική με τρεις διαδρόμους στον ποταμό του Ιλισσού, δίπλα στο μαρτύριο όπου φυλάσσονταν τα λείψανα του μάρτυρα Λεωνίδα.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο αριθμός των Χριστιανών αυξήθηκε σημαντικά με τα μέτρα που εφάρμοσε ο Θεοδόσιος το 437,όταν ο ίδιος απαγόρευσε τις αρχαίες δοξασίες. Τον 5ο αιώνα ο αριθμός ήταν αποτελούσε την πλειοψηφία του πληθυσμού,αφού κατείχε ιδιαίτερης καλής και κοινωνικής θέσης.
5ος & 7ος αιώνες: δύο αιώνες που εξύψωσαν τον Χριστιανισμό
Το τέλος της παγανιστικής λατρείας
Η παγανιστική λατρεία τελείωσε με το δόγμα που επέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός το 529, το οποίο υποχρέωνε το οριστικό κλείσιμο της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας. Οι τελευταίοι καθηγητές ανάμεσα τους ο Δαμασκός, Ευλάμιος, Ευρείας, Διογένης εγκατέλειψαν την πόλη των Αθηνών και κατέφυγαν στην βασιλική αυλή του Πέρση βασιλιά Χοσρόη. Η κυριαρχία των Χριστιανών επιβεβαιώνεται με την κατεδάφιση των αρχαίων ναών και την αντικατάσταση τους από Χριστιανικούς.
Αντικατάσταση των αρχαίων ναών από  Χριστιανικούς
Ο ναός της Αθηνάς παρθένου μετατράπηκε στον χριστιανικό Παναγία της Αθηναίας των 6ο αιώνα μ.Χ. Στις αρχές του επόμενου αιώνα, ο ναός του Ερεχθείου μετατράπηκε σε βασιλική με τρεις διαδρόμους. Ο ναός του Ηφαίστου αφιερώθηκε στον Άγιο Γεώργιο, ο αρχαιοελληνικός ναός της Αρτέμιδος Αγροτέρας μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο στην Παναγία, στις ακτές του ποταμού Ιλισσού και το ιερό του Διονύσου στον Ασκληπιό αντικαταστάθηκε από το ναό των Αγίων Αναργύρων. 
Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αρχαίοι ελληνικοί ναοί αντικαταστάθηκαν με χριστιανικούς αφιερωμένους σε Αγίους με παρόμοιες ικανότητες. Για παράδειγμα, όπως προαναφέραμε ο ναός του Ασκληπιείου μετατράπηκε σε ναό των Αγίων Αναργύρων, Άγιοι οι οποίοι είχαν θεραπευτικές ικανότητες. Το σιντριβάνι έξω από το νέο καθαγιάστηκε. Ο ναός του ιατρού Τοξότη μετατράπηκε σε ναό του Αγίου Ιωάννη, θεραπευτή του πυρετού. Αυτή η συνήθεια συνεχίστηκε με την μετατροπή των σπηλαίων της Ακρόπολης από ναούς όπως του Αγίου Αθανασίου και των Αγίων Αποστόλων. Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της αρχαιότητας η Αθήνα ευημέρησε. Αποδείξεις αποτελούν τα εργαστήρια και η νέα οχύρωση  επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού(πρώην Θεμιστόκλιο).
Το τέλος της Εποχής

Τον 6ο αιώνα π.Χ.. Οι επιδρομές Αράβων και Σλάβων αποδυνάμωσαν ολοκληρωτικά την Αθήνα μέσα από ριζικές αλλαγές και καταστροφές. Η εποχή αυτή είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σταμάτησε η ύπαρξη των πόλεων ως αυτόνομα κέντρα, θεσμός που υπήρχε από τα αρχαία χρόνια.
Η ΑΘΗΝΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Στα χρόνια που ακολούθησαν τους Βαλκανικούς πόλεμους η Ελλάδα αυξάνει την έκταση της καθώς και τον πληθυσμό της. Πάντως, η διαμάχη μεταξύ του Βασιλέως Κων/νου και Ελευθερίου Βενιζέλου είχε ως αποτέλεσμα ένα πολύ σημαντικό σταθμό ο οποίος αμαύρωσε την ιστορία της Ελλάδας, τον εθνικό διχασμό.
Παρά την επίσημη στάση ουδετερότητας της Ελλάδας στην έναρξη του Πολέμου, ο Βενιζέλος προσδοκώντας την πραγματοποίηση της ‘’Μεγάλης ιδέας’’ πάει με το στρατόπεδο των ισχυρών, με τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία κατά των Γερμανών, των Αυστρο-Ούγγρων και των Βουλγάρων. Ο Βασιλιάς Κων/νος ωστόσο, εναντιώνεται σε αυτή την ενέργεια του Βενιζέλου καθώς εξυπηρετούσε τα Γερμανικά συμφέροντα όντας γαμπρός του Κάιζερ της Γερμανίας, Wilhelm II.
Ο Βενιζέλος  τάσσεται ανοιχτός υπέρ της αποστολής στρατευμάτων προς βοήθεια των Συμμαχικών δυνάμεων στα Δαρδανέλια. Η συνεχής διαφωνία του όμως με τον Βασιλιά τον οδηγεί στην παραίτηση του (Μάρτιος του 1915).Τον Ιούλιο του 1915 ξαναέρχεται στο προσκήνιο με την επανεκλογή του στις γενικές εκλογές, κάτι το οποίο ο βασιλιάς  επικυρώνει  δυο μήνες αργότερα. Έτσι επιτρέπεται ξανά στο Βενιζέλο η επιστροφή στα καθήκοντα του και να διατάξει κινητοποίηση του Ελληνικού στρατού ,ζητώντας ταυτόχρονα τη βοήθεια των Συμμαχικών δυνάμεων για την υπεράσπιση των Σέρβων. Όταν όμως τα Συμμαχικά στρατεύματα φθάνουν στη Θεσσαλονίκη, ο Βενιζέλος είχε καθαιρεθεί από το Βασιλιά και είχε αντικατασταθεί από τις Συμμαχικές κυβερνήσεις.
Τον Νοέμβριο του 1916 λαμβάνουν χώρα πολιτικές συγκρούσεις αναμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και τις δυνάμεις που είχαν συσταθεί από το Βενιζέλο. Με την ασταθή πολιτική κατάσταση να επιδεινώνεται συνεχώς και το Βενιζέλο να προετοιμάζει την προέλαση στην Αθήνα, ο Κων/νος παραιτείται από το θρόνο τον Ιούνιο του 1917.
Επιστρέφοντας στην εξουσία για μια ακόμα φορά ο Βενιζέλος, επέβλεψε τα κατάλοιπα της Ελληνικής πολεμικής προσπάθειας, τώρα που η χώρα είχε ταχθεί ανοιχτά στο πλευρό των Συμμαχικών δυνάμεων. Ακολούθως της εκεχειρίας τα προσδοκώμενα εδαφικά οφέλη της Ελλάδας υλοποιήθηκαν, σε βάρος της Τουρκιάς και της Βουλγαρίας. Τελικά, ο Βενιζέλος χάνει το στοίχημα της διοίκησης της Σμύρνης και ο Ελληνικός στρατός καταλαμβάνει με τη σειρά του την περιοχή το 1919.
Η πολιτική δημοτικότητα του Βενιζέλου ελαττώνεται βαθμιαία με αποτέλεσμα την ήττα του στις εκλογές του Δεκεμβρίου το 1920. Εν αντιθέσει, η νεοσύστατη φιλομοναρχική κυβέρνηση καλεί τον Κων/νο να επιστρέψει στο θρόνο του από την εξορία κάτι το οποίο όμως είναι σύντομο καθώς ο καταστρεπτικός πόλεμος της Ελλάδας με την Τουρκιά το 1922 οδηγεί στη δεύτερη εξορία του.
 ΑΘΗΝΑ ΣΤΟ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ[2]
Μεσοπόλεμος
Μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου οι νικητές επέβαλαν με την Συνθήκη των Βερσαλλιών στην ηττημένη Γερμανία σκληρότατους όρους, με σκοπό να την γονατίσουν οικονομικά. Οι πολεμικές επανορθώσεις που επιβλήθηκαν στην Γερμανία ήταν τόσο υπέρογκες, που δημιούργησαν ένα κύμα αντιδράσεων στον Γερμανικό λαό, που πάντα πίστευε ότι δεν έχασε πραγματικά τον πόλεμο αλλά «προδόθηκε». Παράλληλα, ο κόσμος βρισκόταν σε μία οικονομική κρίση που ξεκίνησε με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης η οποία ακολουθήθηκε από μια ταχεία κάμψη της παραγωγής, απασχόλησης και εξωτερικού εμπορίου των ΗΠΑ. Αλυσιδωτά, οι επιπτώσεις ήταν σημαντικές. Το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε στη διάσκεψη της Οττάβας, το σύστημα της προτίμησης στο εμπόριο με κράτη της Κοινοπολιτείας, ενώ η φασιστική Ιταλία εφάρμοσε αυστηρούς έλεγχους στην παραγωγή και προχώρησε στην στρατιωτικοποίηση της χώρας.
Η απελπισία από την οικονομική κρίση και το αίσθημα ότι οι Γερμανοί παρεμποδίζονταν να έχουν όλα αυτά που δικαιούνταν, οδήγησαν σε μια έξαρση του εθνικισμού και διευκόλυναν την άνοδο στην εξουσία του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος NSDAP με αρχηγό τον Χίτλερ. Η πολιτική του Χίτλερ ήταν να αναδημιουργήσει την Γερμανία αποκτώντας τον αναγκαίο «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) και να κάνει ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» με όλους εκείνους που θεωρούσε ότι είχαν φέρει την χώρα στην κακή αυτή κατάσταση. Το τελευταίο, πέρα από την Γαλλία, περιελάμβανε και τους Εβραίους και ήταν και το βασικό επιχείρημα του αντισημιτισμού του.
Στο ξεκίνημα της διακυβέρνησής του, ο Χίτλερ βεβαίωνε για τις ειρηνικές διαθέσεις του, αλλά στις 14 Οκτωβρίου 1933 ανακοίνωσε ότι δεν αναγνώριζε πλέον τους περιορισμούς όσον αφορά στους εξοπλισμούς που είχαν επιβληθεί στην Γερμανία και ότι ταυτόχρονα αποσυρόταν από την Κοινωνία των Εθνών. Την παραπάνω εξαγγελία συνόδευσε με προσφορά για περιορισμό των εξοπλισμών βάσει διμερούς συμφωνίας με την Γαλλία, πράγμα που προκάλεσε αβεβαιότητα για τις πραγματικές του προθέσεις. Μετά την δολοφονία του Αυστριακού Καγκελάριου Ένγκελμπερτ Ντόλφους εξερράγη στην Αυστρία φιλοχιτλερικό κίνημα και οι κινήσεις του γερμανικού στρατού δημιούργησαν υπόνοιες για ετοιμασίες επέμβασης στην Αυστρία, η οποία τελικά ματαιώθηκε από μια Ιταλική κινητοποίηση.Σε αντίδραση προς την Γερμανική επεκτατικότητα, η Γαλλία, μέσω του υπουργού της των Εξωτερικών Λουί Μπαρτού, προσπάθησε να συνασπίσει όλα τα μέρη, των οποίων τα συμφέροντα κινδύνευαν από την αναβίωση της γερμανικής ισχύος. Μετά την δολοφονία του, ο διάδοχός του Πιέρ Λαβάλ προσανατολίστηκε σε μία τετραμερή συμφωνία μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας και Ιταλίας. Αυτό, όμως, ευνοούσε τα ιταλικά σχέδια για επίθεση κατά της Αιθιοπίας. Ο ηγέτης της Ιταλίας, Μουσολίνι, πέτυχε γαλλοϊταλική συμφωνία που του έδινε ελευθερία δράσης στην Αιθιοπία. Η Ιαπωνία από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε ξεκινήσει μια επέκταση βασισμένη στην εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό της. Το 1905 νίκησε την Ρωσία και το 1910 κατέλαβε την Κορέα και την έκανε αποικία της. Η πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας ανακόπηκε την δεκαετία του 1930 από την οικονομική κρίση η οποία ανέδειξε πολλούς στρατιωτικούς ηγέτες που ανέλαβαν τον έλεγχο της χώρας στο όνομα του Αυτοκράτορα Χιροχίτο. Το 1931 η Ιαπωνία εισέβαλε στην Εσωτερική Μαντσουρία και το 1937 έκανε μια νέα εισβολή κατακτώντας και την υπόλοιπη περιοχή. Γι' αυτό τον λόγο πολλοί μελετητές θεωρούν ως σημείο έναρξης του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου το 1936/1937.
Ο επαναπατρισμός των προσφύγων κατά το μεσοπόλεμο
Η άφιξη προσφύγων  από τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια επέφερε δραματική αύξηση  του πληθυσμού της Αθήνας ανέβηκε στους   460.000 το 1928. Ο συνολικός πληθυσμός μαζί με τις γύρω περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά έφθασε στους 800.000 κατοίκους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ήταν ότι η χώρα ήταν αποδυναμωμένη και ο επαναπατρισμό των προσφύγων, που οι περισσότεροι στεγάστηκαν σε κτίρια που αναγεννήθηκαν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα στα προάστια. Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και η διεθνής βοήθεια  τους έβαλαν σε ένα πρόγραμμα που έγινε στις περιοχές που βρίσκονται αρκετοί πρόσφυγες όπως στη Νέα Ιωνία, το Νέο Κόσμο, τη Νέα Σμύρνη και την Καισαριανή. Σε αρκετές περιπτώσεις η πολιτική καινοτομία συνδυάστηκε αρμονικά με πρωτοποριακές αρχιτεκτονικές ιδέες σε συμφωνία και με τον Ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Οι πρόσφυγες ανανέωσαν την οικονομία της πόλης. Η διαθεσιμότητα φθηνών εργατικών χεριών συνέβαλλε στη βιομηχανική ανάπτυξη, που άκμασε την περίοδο του μεσοπολέμου. Οι κοινωνικές τάξεις αυξήθηκαν με τον ίδιο ρυθμό την ίδια περίοδο. Πολλοί προσφυγικοί οικισμοί σε υποβαθμισμένες κυρίως περιοχές της πόλης σημαδεύτηκαν από την ανέχεια και την περιθωριοποίηση.
Το πραξικόπημα του 1923
Ø      Η  Μικρασιατική καταστροφή προκάλεσε ένα ντόμινο αντιδράσεων στο εσωτερικό της  χώρας. Η παρακμή της  ποιότητας  ζωής  στις μεσαίες τάξεις και η δυσαρέσκεια όσο αναφορά στην εθνική ανάπτυξη αντανακλάται στη νέα τάση αναμόρφωσης και στην ίδρυση δημοκρατικών κομμάτων εκείνη την περίοδο. Κυρίαρχο λόγο έπαιξαν προσωπικότητες που προέρχονταν από την παράταξη του Βενιζέλου.
Ø      Στις 31 Αυγούστου του 1923 ο στρατηγός Τελίνη και 4 ανδρών του δολοφονήθηκαν στην Κακαβιά της Ηπείρου. Οι Ιταλοί ως αντάλλαγμα βομβάρδισαν και κατέλαβαν την Κέρκυρα. Με την αποχώρηση των Ιταλικών στρατευμάτων τον Σεπτέμβρη του 1923, η ένταση των δύο χωρών  αποκλιμακώθηκε.
Ø      Η προκήρυξη  εκλογών στις 16 Δεκεμβρίου του 1923, ακολουθώντας εκλογικό σύστημα που ευνοούσε τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων σε βουλή ελεγχόμενη από τους Φιλελεύθερους και όσους πρόσκειντο στην Αντιστατική Επιτροπή, πυροδότησε πραξικόπημα από αξιωματικούς του στρατού τον Οκτώβριο του 1923.
Ø      Τα κύρια όργανα του πραξικοπήματος ήταν  αυτοί που ένιωθαν πως τίθονταν στο περιθώριο από τις απειλητικές, για αυτούς, εκλογικές μεταρρυθμίσεις. Ηγέτες του πραξικοπήματος ήταν ο Λεορδανούλος και Γαργαλίδης και απέτυχαν στους στόχους τους και το πραξικόπημα  κατεστάλη αμέσως.
Ø      Το πραξικόπημα απέκτησε κάποια σημασία επειδή ενδυνάμωσε την αντίπαλη πλευρά. Οι Ρεπουμπλικάνοι, μια ομάδα στρατιωτικών αξιωματούχων σε συνεργασία με πολιτικούς σαν τον Παπαναστασίου, έχοντας εδραιώσει τη θέση τους κατά των Φιλελεύθερων , κατηγόρησαν το Βασιλιά. 
Η δεύτερη ελληνική δημοκρατία  
·         Η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία είναι ο όρος που χρησιμοποιείται από ορισμένες πηγές για να περιγράψει το πολιτικό καθεστώς της Ελλάδας από το 1924 ως το 1935. Ο όρος αυτός δεν έχει ευρεία χρήση. Η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία προέκυψε από την περίοδο της συνταγματικής μοναρχίας κάτω από τους μονάρχες του οίκου Γκλύξμπουργκ, και διάρκεσε μέχρι τη συντριβή του σε ένα στρατιωτικό χτύπημα που αποκατέστησε τη μοναρχία. Η δεύτερη Δημοκρατία χαρακτηρίζει το δεύτερο μέρος στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας όπου δεν διοικήθηκε από βασιλιά, με τις συνελεύσεις και τις προσωρινές κυβερνήσεις της ελληνικής επανάστασης που θεωρούνται ως πρώτη Δημοκρατία.
·         Η δεύτερη Δημοκρατία ανακηρύχθηκε στις 25 Μαρτίου 1924, ως συνέπεια της ήττας της Ελλάδας από την Τουρκία στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας, η οποία κατηγορήθηκε ευρέως στη βασιλική κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια της συνοπτικής ύπαρξής της, η δεύτερη Δημοκρατία αποδείχτηκε ασταθής. Η ελληνική κοινωνία συνέχισε να διαιρείται, δεδομένου ότι ήταν από τον Εθνικό Διχασμό, μεταξύ των υπέρ-δημοκρατικών Βενιζελικών και των μοναρχικών που αντιπροσωπεύθηκαν από το Λαϊκό κόμμα, το οποίο αρνήθηκε να αναγνωρίσει ακόμη και τη νομιμότητα της Δημοκρατίας. Ο Εθνικός Διχασμός στην κοινωνία επεκτάθηκε στα πολιτιστικά και κοινωνικά ζητήματα όπως οι διαφορές με βάση τη χρήση της ελληνικής γλώσσας στις αρχιτεκτονικές μορφές. Στη πόλωση προστέθηκε η συνεχόμενη συμμετοχή των στρατιωτικών στην πολιτική που οδήγησε σε διάφορα χτυπήματα και προσπάθησε τα χτυπήματα και αποσταθεροποίησε τον τότε πολιτικό κόσμο. Η οικονομία είχε καταρρεύσει μετά από μια δεκαετία εχθροπραξίας και ήταν ανίκανη να υποστηρίξει τους 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες από την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία. Παρά τις προσπάθειες της μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1928-1932, η Μεγάλη Ύφεση των Η.Π.Α άσκησε καταστρεπτική επίδραση στην Ελληνική οικονομία. Η εκλογική νίκη του Λαϊκού Κόμματος το 1933, και δύο αποτυχημένα χτυπήματα των Βενιζελιστών, προετοίμαζαν το έδαφος για την αποκατάσταση του βασιλιά Γεώργιου Β’.




Η ΑΘΗΝΑ ΚΑΤΑ ΤΟ Β΄ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Το Σεπτέμβριο του 1939, η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, αντιδρώντας στην παρά τις προειδοποιήσεις τους επίθεση του Χίτλερ στην Πολωνία. Πρόκειται για την υλοποίηση της καθυστερημένης αλλά δυναμικής τους πλέον απόφασης να εναντιωθούν στην επεκτατική πολιτική τόσο της Γερμανίας όσο και του άλλου φασιστικού κράτους της Ευρώπης, της Ιταλίας, πολιτική που πραγματωνόταν με κατάληψη ξένων εδαφών από τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Οι αιτίες του νέου πολέμου ανάγονται, όπως και στην περίπτωση του προηγούμενου, του Α' Παγκοσμίου, στη διαπάλη των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών να διανείμουν, το καθένα προς όφελός του, τον πλούτο της εγγύς τους περιφέρειας και των αποικιών. Η ταπείνωση, άλλωστε, και οι δυσβάσταχτες "επανορθώσεις" που επιβλήθηκαν στη Γερμανία με τη λήξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου εξέθρεψαν τη φασιστική ιδεολογία και επιτάχυναν τις εξελίξεις προς το Β' Παγκόσμιο.  
Ο "πόλεμος αστραπή" -όπως χαρακτηρίστηκαν οι συνεχόμενες χιτλερικές νίκες που ακολούθησαν- κατέληξε στην κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης από τους Γερμανούς, ενώ η επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης επισφράγισε τα σχέδια του Χίτλερ για μια ενιαία ναζιστική Ευρώπη. Όπου επικράτησαν οι Γερμανοί, οι χώρες της Ευρώπης γνώρισαν τη "Νέα Τάξη", που σήμαινε την πολιτική υποταγή των κατακτημένων κρατών στη Γερμανία, τη στέρηση κάθε ελευθερίας, την οικονομική  λεηλασία, την καταδίωξη και εξόντωση των απανταχού στην Ευρώπη Εβραίων και άλλων "ανεπιθύμητων" πληθυσμιακών ομάδων, όπως των Τσιγγάνων.  Aπό το 1941, με την επίθεση της Ιαπωνίας, του τρίτου συμμάχου του άξονα, εναντίον του αμερικανικού στόλου στο Περλ Χάρμπορ, η οποία της άνοιξε το δρόμο για την κατάληψη όλης της νοτιοανατολικής Ασίας, η σύρραξη έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις.
Από το 1942 άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τις δυνάμεις του άξονα. Οι Σοβιετικοί, με τη νίκη στο Στάλιγκραντ, καθήλωσαν τα γερμανικά στρατεύματα, και προέβησαν σε δυναμική αντεπίθεση, ενώ οι Γερμανοί συντρίφθηκαν και στην Αφρική από τους Συμμάχους. H συμμαχική απόβαση στην Ιταλία (Ιούλιος 1943) προκάλεσε την πτώση του Μουσολίνι ενώ η απόβαση στη Νορμανδία (Ιούνιος 1944) οδήγησε στην απελευθέρωση της Γαλλίας. Τελικά, στις 8 Μαΐου 1945 η Γερμανία, ισοπεδωμένη και κατακτημένη από τους Συμμάχους, παραδόθηκε. Τον Αύγουστο του 1945 αναγκάστηκε σε παράδοση και η Ιαπωνία, μετά τη ρίψη των ατομικών βομβών από τους Αμερικάνους στις πόλεις της Χιροσίμα και Ναγκασάκι. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, σφραγίζοντας οριστικά μια εποχή και εισάγοντας ολόκληρο τον κόσμο σε μια νέα, βαθιά σημαδεμένη από την εμπειρία του.
Η Κατοχή
Το φθινόπωρο του 1944 είναι η περίοδος της κατοχής. Παρά την αρχική αντίσταση της , η Ελλάδα  τελικά ηττήθηκε και καταλήφθηκε από τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί πήραν ό,τι τους ήταν χρήσιμο για τον πόλεμο όπως τρόφιμα, πρώτες ύλες από τα εργοστάσια, μεταφορικά μέσα, καύσιμα και χρήματα .
Την περίοδο της κατοχής το πιο συνταρακτικό ήταν η πείνα που υπήρχε και ο θάνατος χιλιάδων ανθρώπων εξαιτίας αυτού του φαινομένου. Πιο πολύ υπέφεραν από την πείνα οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων και ειδικά της Αθήνας καθώς και οι κάτοικοι των νησιών. Αυτό συνέβη γιατί με τον
                                       παιδί   στην κατοχή –πείνα                                              πόλεμο είχαν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό οι δρόμοι και δεν μπορούσαν να  έρθουν τρόφιμα(σιτάρι,  λάδι,  όσπρια,  λαχανικά)  από την επαρχία όπου τα καλλιεργούσαν. 
Η  ιδεολογία των Γερμανών στηριζόταν βασικά στο ρατσισμό. Θεωρούσαν δηλαδή τους άλλους λαούς κατώτερους από αυτούς και ότι για αυτό έπρεπε να τους υπηρετούν αλλά και να θυσιαστούν αν αυτό ήταν απαραίτητο για τις ανάγκες της Γερμανίας. Λεηλατούσαν την Ελλάδα χωρίς να ενδιαφέρονται για το αν θα κατάφερνε να επιζήσει ο ελληνικός λαός! Επίσης, είναι ιδεολογία έντονα διαποτισμένη από αντιλήψεις εθνικισμού(που υποστηρίζει την ιδέα της εθνικής ταυτότητας για μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων),  στρατοκρατίας αλλά και δημιουργίας και χρήσης παραστρατιωτικών οργανώσεων.
Παράλληλα, ασκείται πολιτική τρομοκρατίας σε όσους διαφωνούν πολιτικά με το καθεστώς. 
   
Έπεσε μεγάλη φτώχεια γιατί έκλεισαν εργοστάσια και μαγαζιά και ο κόσμος έμεινε χωρίς δουλειά. Επίσης, τα λεφτά έχασαν την αξία τους γιατί οι κατακτητές τύπωναν δικά τους σε μεγάλες ποσότητες και ανάγκαζαν τους Έλληνες να τα δέχονται για αληθινά. Μετά από λίγο καιρό για να αποκτήσει κάποιος οτιδήποτε έπρεπε να το ανταλλάξει με κάτι άλλο γιατί κανείς δε δεχόταν χρήματα. Ακόμα, οι κατακτητές είχαν αρπάξει τα περισσότερα αυτοκίνητα και καύσιμα.  Άλλος λόγος ήταν ότι οι αγρότες στην επαρχία δεν εμπιστεύονταν τους κατακτητές που είχαν διορίσει οι πρώτοι,  για να τους πουλήσουν τα προϊόντα τους και να πάρουν χρήματα χωρίς αξία. Προτιμούσαν λοιπόν να τα κρατήσουν και να τα καταναλώσουν οι ίδιοι ή να τα ανταλλάζουν με άλλα προϊόντα που είχαν ανάγκη. Έτσι όμως δεν έφταναν τρόφιμα στις πόλεις.  Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Άγγλοι που ήταν αντίπαλοι των Γερμανών και των Ιταλών δεν τους επέτρεπαν να κινούνται στη θάλασσα για να κάνουν εμπόριο, έτσι δεν έρχονταν τρόφιμα ούτε από τη θάλασσα.
Το χειμώνα του 1941 εξαιτίας του υπερβολικού κρύου που υπήρχε οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους ψάχνοντας κάτι να φάνε. Πέθαναν πολλοί άρρωστοι και τραυματισμένοι γιατί στα νοσοκομεία δε μπορούσαν να τους φροντίσουν. Επίσης, πέθαναν πολλοί ηλικιωμένοι γιατί δε μπορούσαν τις ταλαιπωρίες. Μερικοί έγιναν πλούσιοι γιατί εκμεταλλεύονταν τη δυστυχία των άλλων. Έβρισκαν τρόφιμα και τα πουλούσαν πανάκριβα αφού τα έκρυβαν μέχρι να ανέβει η τιμή τους.  Όσοι δεν είχαν τίποτα άλλο να πουλήσουν έδιναν για τρεις τενεκέδες λάδι ακόμα και το σπίτι τους!
Η Aντίσταση
Aπό την πρώτη κιόλας στιγμή της Κατοχής, ο ελληνικός λαός προέβη σε αυθόρμητες πράξεις αντίδρασης, ατομικά και συλλογικά, που εξέφραζαν βούληση αντίστασης, η οποία δεν άργησε να εκδηλωθεί και σε οργανωμένα σχήματα, με την ίδρυση των αντιστασιακών οργανώσεων από το φθινόπωρο του 1941. Από τις πρώτες τέτοιες ενέργειες, και κορυφαία για τη συμβολική της αξία, αποτέλεσε η υποστολή από την Ακρόπολη και καταστροφή της ναζιστικής σβάστικας από δυο νεαρούς φοιτητές, το Μανόλη Γλέζο και το Λάκη Σάντα, το Μάιο ακόμα του 1941. Μια άλλη δυναμική αντιστασιακή ενέργεια του πρώτου εκείνου διαστήματος αποτέλεσε η ανατίναξη του αρχηγείου της Ε.Σ.Π.Ο., μιας οργάνωσης Ελλήνων φιλοναζιστών, από την Π.Ε.Α.Ν. (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων) που είχε ως αρχηγό τον αξιωματικό της Αεροπορίας Κ. Περρίκο.
Στην αντίσταση κατά της ξένης κατοχής, που έλαβε τεράστιες διαστάσεις και ποικίλες μορφές, πήρε μέρος η πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ο επικός απόηχος του αλβανικού πολέμου από τη μια και η άσκηση συλλογικότητας που αποτέλεσε από την άλλη, ο λιμός, η μαύρη αγορά, η αφόρητη καταπίεση, το κοινό μίσος εναντίον των συνεργατών είχαν από τη μια ριζοσπαστικοποιήσει την κοινή γνώμη και από την άλλη είχαν αμβλύνει πολλές από τις παλιές πολιτικές διακρίσεις μπροστά τώρα στο κοινό αίτημα για απελευθέρωση. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, ιδιότητας, κοινωνικής και πολιτικής ένταξης, σε πόλεις και ύπαιθρο μετείχαν στον αγώνα. Πνευματικές προσωπικότητες, καλλιτέχνες και πλήθος άλλων πολιτών, ο καθένας μ τον τρόπο του, ανταποκρίθηκαν στα αντιστασιακά κελεύσματα.
Πρωτοπόρα και εντυπωσιακά άφοβη και δυναμική αποδείχτηκε η νεολαία, μαζικότερη και δυναμικότερη οργάνωση της οποίας υπήρξε η Ε.Π.Ο.Ν. Στη δράση της νεολαίας πρέπει να μνημονευτεί και μια γενικότερη πολιτιστική και εκπαιδευτική προσπάθεια, που σημειώθηκε εκείνη την εποχή.
Ιδιαίτερα δυναμική και πρωτοφανής για την ελληνική πραγματικότητα ήταν η δράση που ανέπτυξαν οι γυναίκες όλων των ηλικιών, και στην Αθήνα και στην ύπαιθρο, συμμετέχοντας σε κάθε είδους αντιστασιακή κινητοποίηση ως και στον ένοπλο αγώνα. Η αντιστασιακή δράση αποτέλεσε εξάλλου για τις Ελληνίδες μια συνολικότερη ευκαιρία για την κοινωνική τους συνειδητοποίηση και απελευθέρωση.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλει να γίνει στον παράνομο αντιστασιακό Τύπο, σημαντικότατο παράγοντα του εθνικού αγώνα, που με μύριους κινδύνους λειτούργησε και κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι, πληροφορώντας τον ελληνικό λαό για την αλήθεια και τον πόλεμο και εμψυχώνοντας την αντιστασιακή προσπάθεια. Η Ελεύθερη Ελλάδα, ο Απελευθερωτής, η Γυναικεία Δράση, η Νέα Γενιά, η Δημοκρατική Σημαία, η Φλόγα, η Δόξα, η Απελευθέρωση είναι κάποια από τα πάμπολλα έντυπα που κυκλοφόρησαν, ενώ κάθε συνοικία και κάθε χώρος δουλειάς είχε το δικό του έντυπο, δακτυλογραφημένο, πολυγραφημένο ή κάποτε και χειρόγραφο. Ταυτόχρονα, φυλλάδια και προκηρύξεις γέμιζαν την Αθήνα, χάρις στην εξαιρετική ευρηματικότητα και ριψοκινδυνότητα των συντακτών και των διανομέων τους.
Απελευθέρωση
H ταχεία προέλαση του σοβιετικού στρατού προς τα Bαλκάνια, που απειλούσε να αποκλείσει τις γερμανικές δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο, υποχρέωσε τους Γερμανούς ν' απομακρυνθούν το συντομότερο από την Eλλάδα. Η αναχώρησή τους άρχισε από την Πελοπόννησο και τα νησιά, ενώ στις 12 Οκτωβρίου 1944 απελευθερώθηκαν η Aθήνα και ο Πειραιάς, μέσα σ' ένα τεράστιο λαϊκό παραλήρημα. Eλληνικές σημαίες και καμπανοκρουσίες πλημμύρισαν την πρωτεύουσα, ενώ πλήθη κόσμου ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες, πανηγυρίζοντας με ενθουσιασμό. Με ενθουσιασμό έγιναν δεκτά στην πρωτεύουσα τα βρετανικά στρατεύματα ενώ οι εορτασμοί κορυφώθηκαν με την άφιξη του Παπανδρέου και της κυβέρνησης εθνικής ενότητας στις 18 του ίδιου μήνα.
Πίσω, όμως, από την πανηγυρική και συναινετική ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών της Απελευθέρωσης, επικρέμονταν εκείνα τα προβλήματα και οι αντιθέσεις, που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα ξεσπούσαν για να κορυφωθούν στην εμφύλια τραγωδία.
Η Ελλάδα έβγαινε από την πολεμική περιπέτεια ουσιαστικά κατεστραμμένη. Οι απώλειες του ελληνικού λαού στη διάρκεια της τετράχρονης κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα ήταν πάμπολλες: ο αριθμός των νεκρών σε μάχες, των εκτελεσμένων και δολοφονημένων, όσων θανατώθηκαν ως όμηροι στα γερμανικά στρατόπεδα και όσων πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες ανέρχεται σε περίπου 500.000. Τα πάσης φύσεως καμένα κτίρια υπολογίζονται στα 155.000 ενώ οι πυροπαθείς οικογένειες σε 111.000 σε όλη την Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι 1.700 ήταν τα ολοκληρωτικά πυρπολημένα ελληνικά χωριά. Οι ζημιές στην οικονομία υπολογίζονται σε 40-80% μείωση της γεωργικής παραγωγής στα διάφορα αγροτικά προϊόντα, μείωση του κτηνοτροφικού κεφαλαίου κατά 50% για τα μεγάλα ζώα και 30% για τα μικρά, ελάττωση των δασών κατά 20%, καταστροφή των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων και νέκρωση της σχετικής παραγωγής, ελάττωση της βιομηχανικής  παραγωγής κατά 50%, καταστροφή των συγκοινωνιών, δηλαδή του σιδηροδρομικού υλικού και δικτύου και του οδικού δικτύου, αρπαγή του 70% των αυτοκινήτων, καταστροφή λιμανιών και της διώρυγας της Κορίνθου, απώλεια κατά 73% της εμπορικής και επιβατηγού ναυτιλίας της χώρας.
Για την Ελλάδα, η μετάβαση από τον πόλεμο στην ειρήνη επανέφερε το αίτημα για ικανοποίηση των εθνικών αξιώσεων της χώρας όσον αφορά στην ενσωμάτωση των εδαφών της Βορείου Ηπείρου, της Κύπρου και των Δωδεκανήσων. Ο ρόλος της χώρας στο συμμαχικό αγώνα και οι αρχές που περιλήφθηκαν σε διεθνείς διακηρύξεις, όπως ο Χάρτης του Ατλαντικού (Αύγουστος 1941) και ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών (Ιούνιος 1945), δημιουργούσαν αισιοδοξία για την ικανοποίηση του ελληνικού αιτήματος. Άλλωστε, στη διάρκεια του πολέμου, δεν είχαν λείψει οι διαπραγματεύσεις και οι συζητήσεις για τα ζητήματα αυτά τόσο ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους Βρετανούς, όσο και μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.
Από τις ελληνικές προσδοκίες εκπληρώθηκε μόνο αυτή που αφορούσε στην ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, που πραγματοποιήθηκε με τη Συνθήκη των Παρισίων το Φεβρουάριο του 1947. Οι αξιώσεις για τα εδάφη της Κύπρου και της Βορείου Ηπείρου προσέκρουσαν στην προτεραιότητα των Μεγάλων Δυνάμεων για διατήρηση ισορροπίας δυνάμεων και αποφυγή νέων αναταραχών στην ευρύτερη περιοχή, έναντι της εφαρμογής των εξαγγελμένων αρχών. Οι, κατά την εκτίμησή τους, επιπτώσεις που θα είχε η ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου και της Κύπρου στην Ελλάδα ως προς την ισορροπία του χώρου αλλά και η υποτονικότητα της ίδιας της Ελλάδας, λόγω της ταραγμένης κατάστασης στο εσωτερικό της, την εποχή των διαπραγματεύσεων, οδήγησαν στον αποκλεισμό των περιοχών αυτών από την ελληνική εθνική επικράτεια. Με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, η Ελλάδα απέκτησε τα οριστικά της σύνορα.  

Η ΑΘΗΝΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ [3](1946-1949)

Οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στο στρατό, τα σώματα ασφαλείας, τις συντηρητικές, φιλελεύθερες και ακροδεξιές δυνάμεις (από τη μία πλευρά) και τις κυρίως κομμουνιστικές, αντάρτικες, επαναστατικές δυνάμεις (από την άλλη) δεν ξεκίνησαν ξαφνικά μία νύχτα του 1946 με την επίθεση στον Σταθμό Χωροφυλακής του Λιτόχωρου, αλλά ήταν αποτέλεσμα αντιπαλότητας παλαιοτέρων ετών. Από μία άποψη ο Εμφύλιος αποτέλεσε την συνέπεια συσσωρευμένων πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών, που ξεκίνησαν από την εποχή του Εθνικού Διχασμού το 1915, εντάθηκαν με τη Μικρασιατική καταστροφή και την έλευση και εγκατάσταση ενός τεράστιου αριθμού προσφύγων και κορυφώθηκαν με την επιβολή της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Το καταλυτικό στοιχείο όμως υπήρξε η ξένη κατοχή και το πολιτικό κενό που δημιούργησε η έλλειψη μιας ελληνικής κυβέρνησης που να διαθέτει στοιχεία νομιμοποίησης και αποδοχής.
Εμφύλιος πόλεμος - Ανάπαυλα :
Το Φεβρουάριο του 1945 τα διάφορα Ελληνικά κόμματα έφθασαν σε ειρηνευτική συμφωνία στη Βάρκιζα με την υποστήριξη των Συμμάχων, που επέφερε τα εξής :
-          Πλήρη αποστράτευση του ΕΛΑΣ και άλλων παραστρατιωτικών ομάδων
-           Αμνηστία μόνο για πολιτικές παραβάσεις
-           Δημοψήφισμα για τη μοναρχία
-           Γενικές εκλογές το συντομότερο δυνατόν
  Η ειρηνευτική συνθήκη της Βάρκιζας μετέτρεψε την πολιτική ήττα του ΚΚΕ σε στρατιωτική . Η ύπαρξη του ΕΛΑΣ αποτέλεσε παρελθόν. Παράλληλα ο εθνικός στρατός και οι δεξιοί εξτρεμιστές ήταν ελεύθεροι να συνεχίσουν τον πόλεμο εναντίον των πρώην μελών του ΕΑΜ. Η αμνηστία δεν ήταν εκτενής , επειδή πολλές πράξεις κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής χαρακτηρίστηκαν ως εγκληματικές και έγιναν έτσι δεκτές από την αμνηστία . Έτσι , οι αρχές συνέλαβαν περίπου 40.000 κομμουνιστές ή πρώην μέλη του ΕΛΑΣ.  Αποτέλεσμα αυτού ήταν αριθμός παρτιζάνων να κρύψουν τα όπλα τους στα βουνά και 5.000 από αυτούς να καταφύγουν στη Γιουγκοσλαβία. 
Την περίοδο 1945-46 , δεξιές εξτρεμιστικές οργανώσεις δολοφόνησαν περίπου 1.190 φιλοκομμουνιστές πολίτες και βασάνισαν πολλούς άλλους . Ολόκληρα χωριά που είχαν βοηθήσει τους παρτιζάνους δέχθηκαν επίθεση από αυτές τις δεξιές εξτρεμιστικές οργανώσεις . Σύμφωνα με αριστερούς πολίτες , οι παραπάνω οργανώσεις ασκούσαν αντίποινα για όσα είχαν υποφέρει όταν στην εξουσία βρισκόταν ο ΕΛΑΣ. Αυτή η , επονομαζόμενη από τους Κομμουνιστές "Λευκή Τρομοκρατία" οδήγησε πολλά υπό διωγμό πρώην μέλη του ΕΛΑΣ στον σχηματισμό στρατευμάτων αυτοάμυνας χωρία κάποια έγκριση από το ΚΚΕ. Όταν οι σχέσεις της Σοβιετικής Ένωσης με τους Δυτικούς Συμμάχους επιδεινώθηκαν , το ΚΚΕ σύντομα αντέστρεψε την πολιτική του θέση. Με το ξέσπασμα του Ψυχρού Πολέμου, τα πανταχού κομμουνιστικά κόμματα κράτησαν περισσότερο στρατιωτική στάση.
Τον Ιούλιο του 1945 , ο Γεώργιος Παπανδρέου ενημέρωσε την κυβέρνηση πως η διάλυση της Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής Οργάνωση που είχε ιδρυθεί το 1919 και είχε φαινομενικά διαλυθεί το 1943) δεν υφίστατο. Τον Φεβρουάριο του 1946 , η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε να συνεχίσει με την "οργάνωση του νέου ενόπλου αγώνα κατά του Μοναρχό-Φασιστικού καθεστώτος". Το ΚΚΕ μποϊκόταρε τις εκλογές του Μαρτίου του 1946 , στις οποίες επικράτησε η φιλομοναρχική Ηνωμένη Παράταξης Εθνικοφρόνων , το κύριο μέλος της οποίας ήταν το Λαϊκό Κόμμα του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη . Παρόλο που το ΚΚΕ αμφισβήτησε τα αποτελέσματα , το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους αποφάσισε τη διατήρηση της μοναρχίας και ο Βασιλιάς Γεώργιος επέστρεψε στην Αθήνα.
Λήξη Πολέμου
Το τελειωτικό χτύπημα στο ΚΚΕ και το ΔΣΕ ήταν πολιτικό , όχι στρατιωτικό . Τον Ιούνιο του ίδιου έτους η Σοβιετική Ένωση και οι δορυφόροι της σταμάτησαν κάθε επαφή με τον πρωθυπουργό Τίτο της Γιουγκοσλαβίας , ο οποίος ήταν ο ισχυρότερος υποστηρικτής του ΚΚΕ από το 1944.Το ΚΚΕ έπρεπε έτσι να επιλέξει μεταξύ της αφοσίωσης στον Στάλιν και των σχέσεων με τον κοντινότερο και σημαντικότερο σύμμαχο . Αναπόφευκτα , έπειτα από εσωτερικές διαμάχες , η πλειοψηφία των μελών του ΚΚΕ , με ηγέτη τον Ζαχαριάδη , επέλεξε τον Στάλιν . Τον Ιανουάριο του 1949 ο Βαφειάδης κατηγορήθηκε για "Τιτοϊσμό" , απομακρύνθηκε από το πολιτικό και στρατιωτικό αξίωμά του αντικαταστάθηκε από τον Νίκο Ζαχαριάδη. Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1949, ο Τίτο έκλεισε τα Γιουγκοσλαβικά σύνορα προς τους αντάρτες του ΔΣΕ και διέλυσε τους καταυλισμούς τους εντός της Γιουγκοσλαβίας . Η ρήξη με τον Τίτο επέφερε ανελέητο κυνήγι των "Τιτοϊτών" εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος οδηγώντας σε αποδιοργάνωση και ηθική υπονόμευση στο εσωτερικό του ΔΣΕ , με παράλληλη μείωση της υποστήριξης από το ΚΚΕ στις αστικές περιοχές.
Την ίδια περίοδο ο Εθνικός Στρατός βρήκε έναν χαρισματικό ηγέτη στο πρόσωπο του Στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου . Τον Αύγουστο του 1949 ο Παπάγος παρέταξε δυνάμεις αντεπίθεσης κατά του ΔΣΕ στη βόρεια Ελλάδα . Η επιχείρηση κατέληξε σε μεγάλη νίκη του Εθνικού Στρατού με παράλληλες μεγάλες απώλειες από πλευράς ΔΣΕ , ο στρατός του οποίου δε μπορούσε πλέον να προβάλλει αντίσταση στη μάχη.
Το Σεπτέμβριο του 1949 οι περισσότεροι από τους αγωνιστές του ΔΣΕ είτε είχαν παραδοθεί είτε είχαν καταφύγει στην Αλβανία. Στο τέλος του μήνα η Αλβανική κυβέρνηση , προφανώς με Σοβιετική επικρότηση , ενημέρωσε το ΚΚΕ πως δε θα επέτρεπε πλέον στο ΔΣΕ να πραγματοποιεί στρατιωτικές επιχειρήσεις από Αλβανικό έδαφος. Στις 16 Οκτωβρίου ο Ζαχαριάδης ανακοίνωσε "προσωρινή εκεχειρία ώστε να αποφευχθεί ο ολοκληρωτικός αφανισμός της Ελλάδος", Η εκεχειρία αυτή επισήμανε το τέλος του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Οι Δυτικές Συμμαχίες είδαν το τέλος του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου ως νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης . Το παράδοξο στην όλη υπόθεση ήταν πως οι Σοβιετικοί δεν υποστήριξαν ποτέ ενεργά τις προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος ώστε να αναλάβει τον έλεγχο της Ελλάδας. Ο κύριος υποστηρικτής και προμηθευτής του ΚΚΕ ήταν πάντα ο Τίτο και ήταν η ρήξη στις σχέσεις μεταξύ ΚΚΕ και Τίτο προανήγγειλε το τέλος των προσπαθειών του κόμματος για ανάληψη της εξουσίας.

Η ΑΘΗΝΑ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ[4]
C:\Users\Leandros - Eirini\Desktop\%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BFAttica_Basin_Morphological_Map.jpg Αθήνα στις τελευταίες δεκαετίες έχει αναπτυχθεί και έχει καταλάβει εξολοκλήρου τον γεωγραφικό χώρο που ονομάζεται Λεκανοπέδιο Αττικής. Είναι γνωστό και ως Λεκανοπέδιο Αθηνών και αποτελεί την πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Ελλάδας. Περιβάλλεται από τα όρη Αιγάλεω (Δ), Ποικίλο (Δ-ΒΔ), Πάρνηθα (Β), Πεντέλη (ΒΑ) και Υμηττό (Α), ενώ στα νότια βρέχεται από το Σαρωνικό κόλπο. Μεγαλύτερος ποταμός είναι ο Κηφισός, ο οποίος διαρρέει το λεκανοπέδιο με κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Σήμερα μόνο μικρό τμήμα του παραμένει ανοικτό ως φυσικός αποδέκτης, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του είναι σκεπασμένο από αυτοκινητόδρομο.
Τις τελευταίες δεκαετίες, και συγκεκριμένα μετά το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, πολύς πληθυσμός από την ύπαιθρο άρχισε να εισρέει στην Αθήνα. Η αναζήτηση εργασίας, η φυγή από την πληγωμένη από τον εμφύλιο ύπαιθρο δημιούργησαν ισχυρό ρεύμα αστυφιλίας.  Η άναρχη οικοδόμηση ήταν η απάντηση στην μεγάλη προσέλευση πληθυσμού, ώστε να ικανοποιηθούν άμεσα και φθηνά οι μεγάλες στεγαστικές ανάγκες. Έτσι γρήγορα εξαφανίστηκαν τα όρια ανάμεσα στις επιμέρους περιοχές, δίνοντας στο λεκανοπέδιο τη μορφή ενός συμπαγούς οικοδομικού συγκροτήματος. Οι ελεύθεροι χώροι που επιβίωσαν είναι περιορισμένοι, ενώ τα τρία μεγάλα περιαστικά δάση (Πάρνηθας, Υμηττού και Πεντέλης) υφίστανται συνεχή συρρίκνωση εξαιτίας  πυρκαγιών ή οικοπεδοποίησης. Ολική οικοδόμηση γνώρισαν επίσης πολλές καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπια που παλαιότερα κάλυπταν μεγάλο τμήμα του λεκανοπεδίου. Τις τελευταίες δεκαετίες το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας έχει αρχίσει να επεκτείνεται και πέραν των φυσικών ορίων του λεκανοπεδίου, τόσο προς την Δυτική Αττική, όσο και προς τα Μεσόγεια της Ανατολικής Αττικής,  ενώ ο προαστιακός σιδηρόδρομος εκμηδενίζει τις αποστάσεις και με άλλα αστικά κέντρα (Κόρινθος).
Η ΑΘΗΝΑ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 1945-2012
Με το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ξεκινάει για την Ελλάδα ο Εμφύλιος Πόλεμος που θα διαρκέσει τρία έτη (1946-1949) και θα φέρει στη χώρα κοινωνική και πολιτική πόλωση. Η Αθήνα θα δεχτεί κι αυτή τις συνέπειες του εμφυλίου, όπως ολόκληρη η χώρα.
Ως κοινωνικό φαινόμενο αρχίζει να αναπτύσσεται ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1950 η αστυφιλία, δηλαδή η μαζική φυγή πληθυσμού από την ύπαιθρο προς τις πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα, αφού οι πολιτικές επιλογές οδήγησαν στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην ανάπτυξη της πρωτεύουσας, δημιουργώντας ένα υδροκέφαλο κράτος. Παράλληλα, στο χώρο της οικονομίας σημειώνονται ταχύτατα βήματα οικονομικής ανάπτυξης. Σημαντικές μορφές της Ελλάδας την εποχή εκείνη υπήρξαν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Το 1967 το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας καταλύεται με πραξικόπημα, και για επτά έτη την εξουσία καταλαμβάνει στρατιωτική χούντα, αρχικά υπό τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο και στη συνέχεια υπό τον στρατηγό Δημήτριο Ιωαννίδη. Το 1973 και 1974 διαδραματίζονται η εξέγερση του Πολυτεχνείου και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Τα γεγονότα αυτά δημιούργησαν τριγμούς στο χουντικό καθεστώς και οδήγησαν στην κατάρρευση του καθεστώτος και την πλήρη αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Κατά τα επόμενα έτη η Ελλάδα αποκτά πολιτική σταθερότητα και γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, γεγονός που ενίσχυσε ιδιαίτερα τη θέση της χώρας, πολιτικά και οικονομικά, στο διεθνές πεδίο. Τις περιόδους 1981-1989, 1993-1996 πρωθυπουργός διατελεί ο Ανδρέας Παπανδρέου, και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1990-1993. Ακολούθησε, ο Κωνσταντίνος Σημίτης (1996-2004), Κωνσταντίνος Α. Καραμανλής (2004-2009), Γιώργος Παπανδρέου (2009- 2011), Λουκάς Παπαδήμος (2011 - ).
Ο Εμφύλιος                                                             
Ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος είναι η χρονική περίοδος ένοπλων συγκρούσεων που πραγματοποιήθηκαν στην  Ελλάδα  μεταξύ του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών, και του Ελληνικού Στρατού που ήταν υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης των Αθηνών.                    Διήρκεσε από τον Μάρτιο του 1946 έως τον Οκτώβριο           Αντάρτισσες του ΕΑΜ ΕΛΑΣ                              του 1949 και είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των κομμουνιστών. Ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος θεωρείται διεθνώς ως η πρώτη πράξη του ψυχρού πόλεμου στη μεταπολεμική ιστορία. Ο Εμφύλιος Πόλεμος αποτελεί την κορυφαία ίσως αντιπαράθεση στην ελληνική κοινωνία μέσα στον εικοστό αιώνα. Η χώρα θα ρημάξει κυριολεκτικά στα τρία χρόνια της αντιπαράθεσης. Βιαιότητες θα πραγματοποιηθούν και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, με χιλιάδες θύματα – νεκρούς, τραυματίες, ξεριζωμένους. Η Αθήνα θα γνωρίσει ισχυρές μάχες, όπως στο Σύνταγμα Χωροφυλακής “Μακρυγιάννη”, που σώζεται σήμερα ως παράρτημα του μουσείου της Ακρόπολης, στη Σχολή Χωροφυλακής στο Γουδί κι αλλού. Εκατοντάδες χιλιάδες θα είναι οι πολιτικοί πρόσφυγες και οι εξόριστοι στα ξερονήσια στο τέλος του εμφυλίου. Ταυτόχρονα, μεγάλη φτώχεια μαστίζει το λαό. Αρχικά, με βάση και ψηφίσματα του ΟΗΕ, ο πόλεμος ονομάστηκε επισήμως “Συμμοριτοπόλεμος” και αυτή η ονομασία διατηρήθηκε επί πολλές δεκαετίες από τους νικητές αυτής της σύρραξης. Το 1989, με τη συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας - Συνασπισμού καθιερώθηκε και επισήμως η ονομασία “Εμφύλιος”, η οποία ήταν ήδη σε κοινή χρήση. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος είναι στην ουσία η πρώτη πράξη του ψυχρού πολέμου που θα πλανιόταν πάνω από την παγκόσμια πολιτική σκηνή τα επόμενα χρόνια.
Μετανάστευση – Αστυφιλία
Από το 1950 αρχίζει η μετανάστευση πληθυσμών κυρίως προς την Αμερική, την Αυστραλία και τον Καναδά, λόγω της υποαπασχόλησης και                     Στο δρόμο για την ξενιτιά         της ανεργίας στην χώρα. Σύμφωνα με στοιχεία, μόνο στο διάστημα 1953 – 1964 μετανάστευσαν 250.00 Έλληνες από τη χώρα, αναζητώντας μακριά ένα καλύτερο μέλλον. Πολλά δυτικοευρωπαϊκά κράτη που αποκαταστάθηκαν γρήγορα οικονομικά και κοινωνικά μετά  τις ζημιές του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, απορρόφησαν όχι μόνο το δικό τους εργατικό δυναμικό, αλλά δημιούργησαν ανάγκες για ξένα εργατικά χέρια. Τα κράτη αυτά προσέλκυσαν έτσι, πολλούς Έλληνες, αφού ήταν πιο κοντά στην πατρίδα, σε σχέση με την Αμερική ή την Αυστραλία και θεωρητικά η δυνατότητα των επισκέψεων στη χώρα τους μετρίαζε τη νοσταλγία των μεταναστών. Μεγάλο κίνητρο επίσης ήταν και τα αρκετά υψηλά ημερομίσθια που προσέφεραν οι ξένες αυτές χώρες. Η Γαλλία υποδέχτηκε  πρώτη Έλληνες εργαζόμενους και υπέγραψε με την χώρα μας ειδικές μεταναστευτικές συμβάσεις που κατοχύρωναν τα δικαιώματα των μεταναστών και της οικογένειας τους που άφηναν φεύγοντας. Παρόμοιες μεταναστευτικές συμβάσεις έγιναν αργότερα,  με το Βέλγιο και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η μεγαλύτερη όμως απορρόφηση του ελληνικού εργατικού δυναμικού έγινε από την Γερμανία. Γενικά, σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, από το 1950 και μετά μετανάστευσαν στην Ευρώπη πάνω από 750.000 άτομα, το 80% των οποίων εγκαταστάθηκαν στην Δ. Γερμανία και το 4% στην Ιταλία ενώ, ένα πολύ μικρό αριθμό συγκέντρωσαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η μεγαλύτερη όμως μεταναστευτική κίνηση προς την Ευρώπη παρατηρείται στις περιόδους 1962 – 1965 και 1969 – 1970. Μετά το 1970 αρχίζει κάποια βαθμιαία κάμψη και παρατηρείται αντίθετα ανάμεσα στους Έλληνες μετανάστες μια τάση επιστροφής στην πατρίδα. Το φαινόμενο αυτό μερικώς, ερμηνεύεται από το γεγονός ότι ο ρυθμός ανάπτυξης στις χώρες υποδοχής υποχώρησε και η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, βελτιώθηκε σημαντικά ευνοώντας τον επαναπατρισμό.
Το φαινόμενο της εσωτερικής μετανάστευσης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την χώρα καθώς, η μετακίνηση από τα χωριά στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην Αθήνα παρουσίασε αλματώδη αύξηση τις τελευταίες δεκαετίες.  Από την δεκαετία του ‘50 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η μετακίνηση των εσωτερικών μεταναστών, επιλεκτική σχεδόν ως προς την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, οι οποίες συγκέντρωναν και το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας της χώρας, συνετέλεσε στην πληθυσμιακή υπερσυγκέντρωση των δύο αυτών πόλεων.  Συγχρόνως και παράλληλα με την                                                                                         Το αποτέλεσμα της αστυφιλίας                                                             εξωτερική μετανάστευση, η οποία έφθασε σε σημείο αιχμής στην δεκαετία του 60, συνετέλεσαν στην αύξηση του μεγέθους των αστικών κέντρων και την συρρίκνωση του πληθυσμού των περισσότερων περιοχών της υπαίθρου. Ο πληθυσμός του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Πρωτεύουσας ανήλθε από 453.042 άτομα το 1920 σε 3.016.457 το 1981 και έγινε 7φορές πιο μεγάλος ενώ, ο συνολικός πληθυσμός της χώρας δεν διπλασιάστηκε καν και από 5.531.474 άτομα το 1920 έγινε 9.706.687 το 1981. Αναλογικά ενώ, η περιοχή της Αθήνας αντιπροσώπευε το 1920 το 8.19% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, το 1981 ανήλθε στο 31.08%. Η πιο εντυπωσιακή όμως αύξηση του πληθυσμού έγινε στην 10ετία 1961 – 1971. Σήμερα, η αύξηση του πληθυσμού της πρωτεύουσας εμφανίζεται, σε σχέση με τ’ άλλα αστικά κέντρα της χώρας, κάπως περιορισμένη. Οι συνέπειες του φαινομένου της διόγκωσης της πρωτεύουσας σε βάρος των άλλων αστικών κέντρων και της ελληνικής υπαίθρου είναι πάρα πολλές και μπορούν να χαρακτηριστούν ως καταστροφικές. Ενδεικτικά αναφέρονται, ο μεγάλος διοικητικός συγκεντρωτισμός που δημιουργήθηκε σταδιακά, η δυσλειτουργία της Αθήνας (δυσκολίες στις μετακινήσεις, έλλειψη πρασίνου και ανοικτών χώρων κ.α) και η μεγάλη ρύπανση της ατμόσφαιρας με άμεσες συνέπειες την υγεία των κατοίκων και την ποιότητα της ζωής τους.
Στρατιωτική χούντα 1967
 Στις 21 Απριλίου του 1967 και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, αξιωματικοί του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, και συμμετοχή του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού  και του συνταγματάρχη Νικόλαου Μακαρέζου κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα. Έχοντας     εξασφαλίσει περίπου 100 τεθωρακισμένα στην περιοχή της  πρωτεύουσας, οι πραξικοπηματίες κινήθηκαν τα ξημερώματα της
Οι πρωτεργάτες της χούντας                 21ης Απριλίου και κατέλαβαν αρχικά το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Στη συνέχεια έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο έκτακτης ανάγκης του ΝΑΤΟ με κωδικό Σχέδιο Προμηθεύς, με αποτέλεσμα να κινητοποιηθούν όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής. Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού.
Η τριάδα των Παπαδόπουλου, Παττακού και Μακαρέζου, ετοίμαζαν το πραξικόπημα αρκετό καιρό πριν και είχαν καταφέρει να τοποθετήσουν στις πιο νευραλγικές θέσεις του στρατεύματος ανθρώπους μυημένους στα σχέδιά τους. Τους βοήθησε, επίσης, το γεγονός ότι μέσα στην Αθήνα υπήρχαν μεγάλες μάχιμες μονάδες, όπως το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων, που βρισκόταν στη σημερινή  Πολυτεχνειούπολη, με διοικητή τον ταξίαρχο Παττακό. Από εκεί βγήκαν τα πρώτα τανκς τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου του 1967, και απλώθηκαν σ’ ολόκληρη την Αθήνα για να καταλάβουν όλα τα στρατηγικά σημεία της πρωτεύουσας, την Βουλή, Υπουργεία, το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), τον ΟΤΕ αλώνοντας όλο το δίκτυο επικοινωνιών, τα Ανάκτορα. Την ίδια ώρα, ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς εξαπέλυε πιστές του στρατιωτικές δυνάμεις για να συλλάβουν το σύνολο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης και στις 3:30 τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου το στρατιωτικό κίνημα είχε επικρατήσει και μάλιστα αναίμακτα.  Από νωρίς το πρωί, το εθνικό ραδιόφωνο της ΕΙΡ έπαιζε εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια, ενώ οι Έλληνες άκουγαν τα πρώτα “Αποφασίζομεν και Διατάζομεν” των δικτατόρων. Η Ελλάδα από την 21η Απριλίου 1967 μπήκε στο “γύψο”, κατά την έκφραση του Παπαδόπουλου, για 7 χρόνια, 3 μήνες και 3 μέρες. Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου 1974, μετά το εγκληματικό πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο. Η κατάργηση της ελευθερίας του λόγου, οι φυλακίσεις πολιτικών αντιπάλων του δικτατορικού καθεστώτος, οι εξορίες, τα βασανιστήρια, ο πνευματικός και πολιτιστικός μεσαίωνας, αλλά και η Κυπριακή τραγωδία, καταγράφουν τη χούντα των συνταγματαρχών ως μία από τις μελανότερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Η πολιτική της χούντας – Επιπτώσεις στην Αθήνα
Σε αυτήν την περίοδο χρηματοδοτούνταν γενναιόδωρα ποικίλες οικονομικές δραστηριότητες, κυρίως οι ξένες επενδύσεις. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν πληθωριστικές πιέσεις τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1970 εξ αιτίας της υιοθέτησης ενός διεφθαρμένου κυρίαρχου προτύπου οικονομικών σχέσεων (χωρίς να δίνεται έμφαση στον ανταγωνισμό και την παραγωγικότητα).
Η διεθνής πετρελαϊκή κρίση του 1973 προκάλεσε αύξηση της παραγωγής αγαθών και διψήφιο πληθωρισμό, ο οποίος θα αποτελούσε εγγενές φαινόμενο της ελληνικής οικονομίας για δεκαετίες. Η μεγάλη ύφεση επηρέασε πολλούς τομείς, όπως η οικοδόμηση και οι κατασκευές ενώ μειώθηκε προσωρινά το ξένο συνάλλαγμα και οι δημόσιες επενδύσεις.
Δαπανήθηκαν πολλά κεφάλαια για βαρύ στρατιωτικό εξοπλισμό και έτσι μπήκαν σε δεύτερη μοίρα σημαντικότεροι τομείς, όπως η εκπαίδευση και η υγεία. Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας σημειώθηκε άνοδος του δείκτη ανεργίας, εντεινόμενες απεργίες κλπ.
 Το 1975, μετά από δημοψήφισμα, επιβεβαιώθηκε η εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου του 2ου και εφαρμόστηκε δημοκρατικό σύνταγμα.
Οι δικτάτορες αύξησαν τον συντελεστή δόμησης των κτηρίων, με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η κατασκευή ψηλότερων κτηρίων στα ίδια οικόπεδα, για λόγους εξυπηρέτησης των συμφερόντων των μεγαλοεργολάβων και των μεγαλοεπιχειρηματιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αλλοτρίωση της πόλης και την μετατροπή του αστικού περιβάλλοντος σε ακόμα πιο ασφυκτικό.
Αυτήν την περίοδο η Αθήνα επεκτάθηκε άναρχα διότι αυξήθηκε ο πληθυσμός της, κάτι που συντέλεσε στην κατασκευή κτηρίων χωρίς σχέδιο και τη μείωση των χώρων πρασίνου. Το συγκεκριμένο φαινόμενο ονομάζεται αστυφιλία.  Ένα άλλο πρόβλημα που ταλάνιζε από τότε και ταλανίζει και σήμερα την Αθήνα είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση που αντιμετωπίστηκε εν μέρει με τον περιορισμό της κυκλοφορίας και την εξέλιξη των μέσων μαζικής μεταφοράς.
Πολύ αργότερα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτέλεσαν κίνητρο για την γενικότερη ανάπτυξη της πόλης: έγιναν η αιτία να επισπευθούν σημαντικά έργα, όπως τραμ, μετρό (η κατασκευή του οποίου είχε αρχίσει από το 1989 με 1990), έργα οδοποιίας όπως η περιφερειακή οδός Αττική και η διάνοιξη του αρχαιολογικού περιπάτου.                                                                                                                                               
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου – Πτώση της χούντας
Την χρονική περίοδο 1967-1972 η Χούντα με συντονισμένα χτυπήματα είχε καταφέρει να καταστήσει ανίκανους τους φοιτητές να αντιδράσουν μπροστά στις αυθαιρεσίες του κράτους. Στις αρχές όμως του 1973, το χάσμα μεταξύ κράτους και φοιτητών μεγάλωνε. Η Χούντα των Συνταγματαρχών, στην προσπάθειά της να περιορίσει τους φοιτητές, έβαλε σε εφαρμογή το διάταγμα 1347 για τις επιστρατεύσεις. Η φοιτητική ανησυχία άρχισε να μεγαλώνει με αποτέλεσμα το Φεβρουάριο του 1973 να γίνει η πρώτη κατάληψη της Νομικής ενώ στις 14 Μαρτίου ακολούθησε και δεύτερη. Σημαντικό ρόλο στην κλιμάκωση της κατάστασης είχε και το μνημόσυνο του "Γέρου της Δημοκρατίας", Γεωργίου Παπανδρέου. Όλα έδειχναν ότι κάτι θα συνέβαινε.
C:\Users\Leandros - Eirini\Desktop\polit2.jpg
                                                               14 Νοεμβρίου 1973 
Χιλιάδες φοιτητές είχαν συγκεντρωθεί από το πρωί στο κτήριο της Νομικής Σχολής και ετοιμάζονταν να κάνουν συνέλευση. Στο τέλος της συνέλευσης πραγματοποίησαν πορεία στην οδό Σόλωνος και Πατησίων. Το απόγευμα και ενώ οι φοιτητές είχαν παραμείνει στο Πολυτεχνείο, ο αστυνομικός διευθυντής Δασκαλόπουλος και ο εισαγγελέας Σαμήτας διέταξαν τους φοιτητές να διαλυθούν. Οι φοιτητές βρέθηκαν σε δίλημμα. Δημιουργήθηκε συντονιστική επιτροπή η οποία και αποφάσισε, στις 8:30 μ.μ., την κατάληψη του Πολυτεχνείου.
14 Νοεμβρίου 1973 
Την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου του 1973 φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν αποχή από τα μαθήματα και άρχισαν διαδηλώσεις εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος. Οι φοιτητές ( περίπου 1500) που αυτοαποκαλούνταν «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», οχυρώθηκαν μέσα στο κτίριο της σχολής επί της οδού Πατησίων. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Η ένταση κορυφωνόταν ώρα με την ώρα και ιδιαίτερα την Πέμπτη όταν  στο πλευρό των φοιτητών βρέθηκαν χιλιάδες εργάτες και νεολαίοι που συμμετείχαν σε διαδηλώσεις μέσα και έξω από τον χώρο του Πολυτεχνείου. Παράλληλα οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»  ξεκίνησαν η λειτουργία του ανεξάρτητου ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου. Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν μέρα - νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων. Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι. Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου
15 Νοεμβρίου 1973 
Από τις πρώτες πρωινές ώρες φάνηκε η στήριξη των πολιτών προς τους φοιτητές, με τρόφιμα, γραφική ύλη και φάρμακα.. Το βράδυ μπήκε σε λειτουργία για πρώτη φορά ο σταθμός των "Ελεύθερων Πολιορκημένων"
16 Νοεμβρίου 1973 
Ο κόσμος παρέμεινε στο πλευρό των φοιτητών ενώ οδοφράγματα άρχισαν να στήνονται στους δρόμους. Οι αστυνομικοί και τα τανκ (τεθωρακισμένα) άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Οι πρώτες συγκρούσεις με την αστυνομία δεν άργησαν να γίνουν ενώ στις 7 μ.μ. ανακοινώθηκε και ο πρώτος νεκρός των συγκρούσεων.
17 Νοεμβρίου 1973 
Τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου όταν ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο,
αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Δυο άρματα μάχης απέκλεισαν τις πλαϊνές πύλες του Πολυτεχνείου ενώ ένα άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε. Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου αποφασίζεται από την μεταβατική κυβέρνηση η επέμβαση του στρατού και το τανκ που είχαν παραταχθεί έξω από την κεντρική πύλη της σχολής την γκρεμίζει τη στιγμή που επάνω βρίσκονταν ακόμα φοιτητές.
Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους όπου τους καταδίωξαν αστυνομικοί και πεζοναύτες. Ελεύθεροι σκοπευτές της αστυνομίας ανοίγουν πυρ από γειτονικές ταράτσες. Πολλοί φοιτητές βρίσκουν καταφύγιο σε γειτονικές πολυκατοικίες. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα και δεν υπήρχαν νεκροί. Στην πραγματικότητα όμως  οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.
Τόσο την Κυριακή 18 όσο και την Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 1973 οι στρατιωτικές δυνάμεις εμπόδισαν τα πλήθη να συγκεντρωθούν στο κέντρο της Αθήνας. Σε ολόκληρη την Ελλάδα επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος, απαγορεύοντας συναντήσεις πάνω από τεσσάρων ατόμων ταυτόχρονα. Εφαρμόστηκε επίσης απαγόρευση κυκλοφορίας 19:00 με 5:00 και αρκετοί πολίτες πυροβολήθηκαν επειδή παραβίασαν την απαγόρευση. Ενώ σε ολόκληρη την χώρα 28 φοιτητικοί οργανισμοί διαλύθηκαν και κατασχέθηκαν τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Οι περισσότεροι γηραιότεροι αξιωματικοί έκριναν πως ο Παπαδόπουλος ήταν ανεπαρκής και πως έπρεπε να επωμιστεί την ευθύνη για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Στις 25 Νοεμβρίου του 1973 ο Στρατηγός Δημήτρης Ιωαννίδης συνέλαβε τον Παπαδόπουλο με την κατηγορία της απόκλισης από τις αρχές της επανάστασης τις 21ης Απριλίου. Ο Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης έγινε ο νέος Πρόεδρος και ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος Πρωθυπουργός. 
Η Μεταπολίτευση
Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος ανετράπη από δεύτερη, πιο στυγνή χούντα του δικτάτορα Ιωαννίδη, κατά τη διάρκεια της οποίας προετοιμάστηκε και εκδηλώθηκε πραξικόπημα στην Κύπρο εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Τον Ιούλιο του 1974 η Χούντα κατέρρεε κάτω από την κατακραυγή για την τουρκική εισβολή στην Μεγαλόνησο. Μετά από τις δραματικές εξελίξεις που ακολούθησαν, οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου αποφάσισαν να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία.
Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 1974, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Στρατηγός Φαίδωνας Γκιζίκης κάλεσε στο γραφείο του, τους πιο επιφανείς πολιτικούς των δυο παρατάξεων για να αναζητηθεί το καταλληλότερο πρόσωπο που θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας και να χειριστεί άμεσα και την Κυπριακή κρίση. Η αρχική πρόταση των πολιτικών περιελάμβανε την προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας μεταξύ του Γεωργίου Μαύρου (Ένωση Κέντρου) και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου (ΕΡΕ), προκειμένου να σχηματίσουν Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Μετά, όμως, από παρέμβαση του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, άρχισε να συζητείται και το όνομα του πρώην Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, που παρέμενε αυτοεξόριστος στο Παρίσι από το 1963. Ο Φαίδων Γκιζίκης κάλεσε προσωπικά στο τηλέφωνο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και του ζήτησε να έλθει στην Ελλάδα και να σχηματίσει άμεσα νέα Εθνική Κυβέρνηση.
Με την άνοδο στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή νομιμοποιήθηκε το παράνομο  Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), όπως και τα άλλα αριστερά ή κομμουνιστικά κόμματα, το ΚΚΕ εσωτ. (που προερχόταν από τη διάσπαση του ενιαίου ΚΚΕ), το ΕΚΚΕ, η ΕΔΑ, κ.λπ. και άνοιξε μια καινούργια σελίδα στην πολιτική ζωή του τόπου.
             Η επάνοδος του Κ. Καραμανλή
Οι δίκες της χούντας
Μετά τη μεταπολίτευση, το καλοκαίρι του 1975,  οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος της 21ης  Απριλίου οδηγήθηκαν σε δίκη ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Στη δίκη που έγινε κάτω από αυστηρά μέτρα ασφάλειας, στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, οι πραξικοπηματίες κρίθηκαν ένοχοι "εσχάτης προδοσίας" και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Η ποινή τους μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά.  Η δίκη των υπευθύνων της σφαγής του Πολυτεχνείου ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1975 και κράτησε 57 ημέρες. Μεταξύ των 32 κατηγορουμένων ήταν οι πραξικοπηματίες Παπαδόπουλος και Ιωαννίδης. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών καταδίκασε 20 κατηγορουμένους και αθώωσε 12. Σε ισόβια δεσμά καταδικάστηκαν οι Δημήτριος Ιωαννίδης, Νικ. Ντερτιλής, και Στ. Βαρνάβας, ενώ ο Γεώργιος Παπαδόπουλος καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη.
Τρομοκρατικές οργανώσεις στην Ελλάδα
Μετά τη μεταπολίτευση, εμφανίζονται στην Αθήνα τα πρώτα τρομοκρατικά χτυπήματα από διάφορες οργανώσεις στα πρότυπα των αντίστοιχων γερμανικών ομάδων Μπάαντερ Μάϊνχοφ ή των ιταλικών Ερυθρών Ταξιαρχιών της δεκαετίας του '70. Η κυριότερη από τις εγχώριες αυτές οργανώσεις ήταν η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη, της οποίας η δράση ξεκίνησε το 1975 έως την εξάρθρωσή της το 2002. Η οργάνωση βαρύνεται με σειρά δολοφονικών ενεργειών, τοποθετήσεων εκρηκτικών μηχανισμών σε δημόσια κτίρια, ληστειών σε υποκαταστήματα τραπεζών, κλοπών στρατιωτικού υλικού, δολιοφθορών και επιθέσεων σε Φωτογραφία από γιάφκα της 17 Νοέμβρη   αστυνομικά τμήματα. Στις ανακοινώσεις τις οργάνωσης, που ακολουθούσαν τα τρομοκρατικά χτυπήματά της, ήταν εμφανής η προσπάθεια πρόταξης ενός ιδεολογικού “μανδύα”, με τον οποίο επιχειρούσαν να δώσουν πολιτική χροιά στις ενέργειές τους. Άλλες σημαντικές, ως προς τη δράση τους, τρομοκρατικές οργανώσεις ήταν ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (που έδρασε την περίοδο 1975-1995 και επίσης εξαρθρώθηκε), η Αντικρατική Πάλη, καθώς και οι πρόσφατα εμφανισθείσες Επαναστατικός Αγώνας, Σέχτα Επαναστατών, Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς κ.α.  
Ε Λ Λ Η Ν Ε Σ      Π Ρ Ο Ε Δ Ρ Ο Ι      Τ Η Σ      Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α Σ

Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, 1974-Σήμερα
Πρόεδρος

Γεννήθηκε το - Απεβίωσε το
Στην εξουσία από - εώς
Σχόλια
Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης
Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης
1917-1999
24 Ιουλίου 1974 - 18 Δεκεμβρίου 1974
Μεταβατικός πρόεδρος
Micail Stasinopoulos, former Temporary President
Μιχαήλ Στασινόπουλος
1903-2002
18 Δεκεμβρίου 1974 - 19 Ιουνίου 1975
Μεταβατικός πρόεδρος
Κωνσταντίνος Τσάτσος
Κωνσταντίνος Τσάτσος
1899-1987
19 Ιουνίου 1975 - 15 Μαΐου 1980
Μία θητεία (πέντε έτη)
Κωνσταντίνος Καραμανλής
Κωνσταντίνος Καραμανλής
1907-1998
15 Μαΐου 1980 - 10 Μαρτίου 1985
Μία θητεία, παραιτήθηκε
Ιωάννης Αλευράς
Ιωάννης Αλευράς
1912-1995
10 Μαρτίου 1985 - 30 Μαρτίου 1985
Προσωρινός πρόεδρος
Χρήστος Σαρτζετάκης
Χρήστος Σαρτζετάκης
1929-
30 Μαρτίου 1985 - 4 Μαΐου 1990
Μία θητεία
Κωνσταντίνος Καραμανλής
Κωνσταντίνος Καραμανλής
1907-1998
4 Μαΐου 1990 - 10 Μαρτίου 1995
Μία θητεία
Κωστής Στεφανόπουλος
Κωστής Στεφανόπουλος
1926-
10 Μαρτίου 1995 - 12 Μαρτίου 2005
Δύο θητείες
Κάρολος Παπούλιας
Κάρολος Παπούλιας
1929-
12 Μαρτίου 2005 - σήμερα
Βρίσκεται ακόμα στην εξουσία

Ε Λ Λ Η Ν Ε Σ       Π Ρ Ω Θ Υ Π Ο Υ Ρ Γ Ο Ι
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ
ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΑΠΟ
ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΩΣ
Σπύρος Μαρκεζίνης
1909–2000
8 Οκτωβρίου 1973
25 Νοεμβρίου 1973
Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος
Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος
1919–2000
25 Νοεμβρίου 1973
24 Ιουλίου 1974
Κωνσταντίνος Καραμανλής
Κωνσταντίνος Καραμανλής
1907–1998
24 Ιουλίου 1974
10 Μαΐου 1980
Γεώργιος Ράλλης
Γεώργιος Ράλλης
1918–2006
10 Μαΐου 1980
21 Οκτωβρίου 1981
Ανδρέας Παπανδρέου
Ανδρέας Παπανδρέου
1919–1996
21 Οκτωβρίου 1981
2 Ιουλίου 1989
Τζανής Τζανετάκης
Τζανής Τζανετάκης
1927–
2 Ιουλίου 1989
12 Οκτωβρίου 1989
Γιάννης Γρίβας

Γιάννης Γρίβας
1923–
12 Οκτωβρίου 1989
23 Νοεμβρίου 1989
Ξενοφών Ζολώτας
Ξενοφών Ζολώτας
1904–2004
23 Νοεμβρίου 1989
11 Απριλίου 1990
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης
1918–
11 Απριλίου 1990
13 Οκτωβρίου 1993
Ανδρέας Παπανδρέου
Ανδρέας Παπανδρέου
1919–1996
13 Οκτωβρίου 1993
22 Ιανουαρίου 1996
Κώστας Σημίτης
Κώστας Σημίτης
1936–
22 Ιανουαρίου 1996
10 Μαρτίου 2004
Κωνσταντίνος Καραμανλής
Κωνσταντίνος Καραμανλής
1956–
10 Μαρτίου 2004
Οκτώβριος  2009
Γιώργος Παπανδρέου
1952-
5 Οκτωβρίου 2009
11 Νοεμβρίου 2011
Lucas Papademos.jpg
Λουκάς Παπαδήμος
1947-
11 Νοεμβρίου 2011
-

Δ Η Μ Α Ρ Χ Ο Ι    Α Θ Η Ν Α Σ
Όνομα
Έναρξη θητείας
Λήξη θητείας

Κόμμα

Δημήτριος Ρίτσος             

18/12/1967
17/9/1974

Κωνσταντίνος Δάρρας
25/9/1974
1/6/1975

Ιωάννης Παπαθεοδώρου
1/6/1975
31/12/1978

Δημήτριος Μπέης
1/1/1979
31/12/1986
ΠΑΣΟΚ
Μηλτιάδης Έβερτ
1/1/1987
14/5/1989
Νέα Δημοκρατία
Νικόλαος Γιατράκος
15/5/1989
31/12/1990
Νέα Δημοκρατία
Αντώνης Τρίτσης
1/1/1991
7/4/1992
Νέα Δημοκρατία
Λεωνίδας Κουρής
22/4/1992
31/12/1994
Νέα Δημοκρατία
Δημήτριος Αβραμόπουλος
1/1/1995
31/12/1998
Νέα Δημοκρατία
Δημήτριος Αβραμόπουλος
1/1/1999
31/12/2002
Νέα Δημοκρατία
Ντόρα Μπακογιάννη
1/1/2003
14/2/2006
Νέα Δημοκρατία
Θεόδωρος Μπεχράκης
23/2/2006
31/12/2006
Νέα Δημοκρατία
Νικήτας Κακλαμάνης
1/1/2007
2010
Νέα Δημοκρατία
Δημήτρης Καμίνης
2010

ΠΑΣΟΚ

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΣΤΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ

Επίσκεψη του Πάπα στην Αθήνα 2001

Το 2001 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα επίσκεψη του Ρωμαιοκαθολικού Ποντίφικα Ιωάννη Παύλου του Β’, που έγινε κατόπιν πρόσκλησης από τον τότε Πρόεδρο Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Ήταν η πρώτη φορά που επισκέφθηκε Πάπας την Ελλάδα. Ο Ποντίφικας αφού προσευχήθηκε προηγουμένως στο βράχο του Αρείου                     Από την επίσκεψη του Πάπα                             Π άγου όπου δίδαξε ο Απόστολος Παύλος, ζήτησε στη συνέχεια δημόσια "συγνώμη" από τον ελληνικό λαό, στην ελληνική γλώσσα, για τα εγκλήματα των Καθολικών απέναντι στους Ορθοδόξους, αναφερόμενος στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204.
Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα 2004
Οι Αγώνες της 28ης Ολυμπιάδας διοργανώθηκαν στην Αθήνα από τις 13 Αυγούστου έως τις 29 Αυγούστου 2004. Συμμετείχαν περίπου 10.500 αθλητές μαζί με 5.500 προπονητές και συνοδούς από 202 χώρες. Υπήρξαν συνολικά 301 τελετές απονομής μεταλλίων από 28 διαφορετικά αθλήματα.
Η Αθήνα επελέγη ως διοργανώτρια πόλη το 1997, στην 106η Σύνοδο της ΔΟΕ στη Λωζάνη, αφού είχε χάσει την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996, που συνέπιπταν με τον εορτασμό της 100ής επετείου των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Το 1997, η υποψηφιότητα της Αθήνας ήταν βασισμένη για την επιλογή της κατά ένα μεγάλο μέρος σε μια έκκληση στην ολυμπιακή ιστορία. Στον τελευταίο κύκλο της ψηφοφορίας, η Αθήνα νίκησε τη Ρώμη, με 66 ψήφους προς 41. Πριν από αυτό, το Μπουένος Άιρες, η Στοκχόλμη, το Κέιπ Τάουν και το Σαν Χουάν είχαν ήδη αποκλειστεί.
Η Τελετή Έναρξης πραγματοποιήθηκε στις 13 Αυγούστου 2004 σε μία αντίστροφη μέτρηση είκοσι οχτώ δευτερολέπτων — ένα δευτερόλεπτο για το κάθε ένα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες που διοργανώθηκε μέχρι τον τελευταίο που φιλοξένησε η Αθήνα — από ήχους που δίνουν το ρυθμό ενός ενισχυμένου κτύπου της καρδιάς. Δεκαέξι μέρες αργότερα, στην τελετή λήξης των αγώνων,                Η μασκώτ των αγώνων              με ένα φαντασμαγορικό θέαμα από Κινέζους χορευτές και ένα καλλιτεχνικό πρόγραμμα με Ελληνικά τραγούδια, η Αθήνα αποχαιρέτησε τους 28ους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Η 51η Eurovision στην Αθήνα 2006

Με τη νίκη της Ελλάδας στην 50η Eurovision στο Κίεβο, η Αθήνα ανέλαβε τη φιλοξενία της επόμενης διοργάνωσης. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Ολυμπιακό Στάδιο (ΟΑΚΑ). Στη σκηνή, που είχε διαμορφωθεί κατάλληλα ως αρχαίο ελληνικό θέατρο, συναντήθηκαν
μορφές της ελληνικής μυθολογίας με την ελληνική μουσική ιστορία.
Το ΟΑΚΑ ήταν κατάμεστο από κόσμο και φίλους της Eurovision και όλοι έμειναν ενθουσιασμένοι από τη μουσική γιορτή. Αν και η Ελλάδα δεν κατέκτησε την πρώτη θέση στο διαγωνισμό, ωστόσο η διοργάνωση έκλεψε τη παράσταση.

Εγκαίνια Μουσείου Ακρόπολης Αθήνα 2009

Το Mουσείο Ακρόπολης είναι ένα αρχαιολογικό μουσείο που σκοπό έχει να στεγάσει τα ευρήματα του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης των Αθηνών. Πιο συγκεκριμένα, κάθε αντικείμενο που έχει βρεθεί πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης και στους πρόποδές του καλύπτοντας όλη το χρονικό φάσμα από την Μυκηναϊκή περίοδο έως την Ρωμαϊκή
Το νέο Μουσείο της Ακρόπολης                                                              και Παλαιοχριστιανική Αθήνα.
                             
1.2: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ[5]
Όλος ο σύγχρονος Πειραιάς είναι χτισμένος επάνω στον αρχαίο. Τον 1ο αι. π.Χ. ο γεωγράφος Στράβων παρατήρησε ότι η χερσόνησος νότια της Αθήνας όπου βρίσκεται ο Πειραιάς ήταν στο παρελθόν νησί.
Η ιδέα ήταν γνωστή στην προφορική παράδοση της αρχαίας Αθήνας ενώ σώζεται και στην ετυμολογία του αθηναϊκού επινείου. Άμεσες πηγές για τη μελέτη της ιστορίας και τοπογραφίας του Πειραιά αποτελούν οι διάφορες επιγραφές, ευρήματα αρχαίων τάφων, θεμέλια ναών, νεωσοίκων, κτιρίων και τειχών και αρχαίων λιμενικών έργων, σε συνδυασμό πάντα με τις περικοπές αρχαίων συγγραφέων που αναφέρονται στον Πειραιά, σπουδαιότεροι των οποίων ήταν οι: Θουκυδίδης, Ξενοφών, Αριστοτέλης, Πλούταρχος, Ισοκράτης, Πλάτων, Λυκούργος, Δημοσθένης, Ηρόδοτος και Πολυδεύκης. Ο αρχαιότερος όμως αυτών ο Διόδωρος ο περιηγητής (4ος αιώνας π.Χ.) ήταν αυτός που πρώτος συνέγραψε για την Αττική, τον οποίον και ακολούθησε ο Ηλιόδωρος που συνέγραψε έργο 15 βιβλίων για τα μνημεία της Αθήνας.
Προϊστορικοί χρόνοι:
Όπως είναι γνωστό, στους προϊστορικούς χρόνους, ο Πειραιάς ήταν νησί, που χωριζόταν από την υπόλοιπη Αττική με θαλάσσια ζώνη, που άρχιζε από την περιοχή του Φαληρικού όρμου - και συγκεκριμένα από το Νέο Φάληρο - περνούσε μέσα από τη σημερινή συνοικία Καμίνια και τμήμα του δήμου Αγίου Ιωάννη Ρέντη και κατάληγε στον λιμένα Αλων, μπροστά στο σταθμό των "Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων Αθηνών - Πειραιώς". Αργότερα η ζώνη αυτή καλύφθηκε με προσχώσεις για να μετασχηματιστεί αρχικά σε αβαθή θαλάσσια λωρίδα, στη συνέχεια σε "ελώδη περιοχή" (βάλτο) και τελικά σε "πηλώδη" (λασπότοπο) και να αποτελέσει το γνωστό μας Αλίπεδο, με το οποίο ο Πειραιάς ενώθηκε με την υπόλοιπη Αττική. Στη νησιωτική μορφή του τόπου, στα πανάρχαια αποδίδεται και η προέλευση του τοπωνυμίου Πειραιεύς. Οι περισσότεροι το ετυμολογούν από τη λέξη Πειραιεύς (=πορθμέας, περαματάρης), από τον ανώνυμο περαματάρη που πιθανότητα μετέφερε με το πλοιάριό του τους κατοίκους της Αττικής στην απέναντι πειραϊκή παραλία και αντίθετα. Το αρχικά προσηγορικό (Πειραιεύς) εξελίχθηκε σε τοπωνυμικό και με την εναλλαγή του ε σε ει διαμορφώθηκε στον τελικό τύπο Πειραιεύς. Στη ζωντανή, άλλωστε γλώσσα του λαού, έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας και ο αρχικός τύπος του τοπωνυμίου (Περαίας, Περαιάς). Κατ' άλλους το τοπωνύμιο ετυμολογείται από τη λέξη πέραν, αφού ο Πειραιάς, είτε όταν ήταν νησί, αποκομμένο από την υπόλοιπη Αττική, είτε μετά από την ανασύνδεσή του, επειδή μεσολαβούσε ο βάλτος του Αλιπέδου, βρισκόταν "πέραν της ακτής" και χαρακτηριζόταν "νησιάζων".
Ο Πειραιάς κατοικήθηκε γύρω στα μέσα της 3ης π.Χ. χιλιετηρίδας. Η άποψη αυτή ενισχύεται από κατάλοιπα πρωτοελλαδικών οικισμών που αποκαλύφθηκαν στην Παλαιά Κοκκινιά και το Κερατσίνι - και τοποθετούνται χρονικά ανάμεσα στο 2600 και το 1900 π.Χ. - σε συσχετισμό με άλλα ευρήματα της ίδιας εποχής (ερείπια κτισμάτων, εργαλεία) στην περιοχή της Μουνιχίας και τη Σταλίδα (νησάκι του Κουμουνδούρου). Ως πρώτοι κάτοικοι του Πειραιά αναφέρονται, εκτός από τους Πελασγούς και άλλοι γνωστοί προϊστορικοί κάτοικοι του Ελλαδικού χώρου (Κάρες, Λέλεγες, Κρήτες, Θράκες, Φοίνικες) και -κυρίως - οι Μινύες, οι οποίοι ήταν οι περισσότερο προηγμένοι από όλους, με πολλές ικανότητες και τεχνικές γνώσεις, εκπληκτικές για την εποχή τους. Οι τελευταίοι, ιωνικής πιθανόν καταγωγής, προέρχονταν από τον Ορχομενό της Βοιωτίας και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά στα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ., μετά τη θρακική εισβολή στον τόπο τους. 'Έμπειροι ναυτικοί καθώς ήταν βρήκαν στο φυσικό λιμενίσκο της Μουνιχίας (το σημερινό Μικρολίμανο) το κατάλληλο ορμητήριο, ενώ ο οικισμός τους αναπτύχθηκε στον ομώνυμο λόφο (τον γνωστό σήμερα ως λόφο του Προφήτη Ηλία). Ο λόφος αυτός παραχωρήθηκε, κατά την παράδοση, στους Μινύες από τον βασιλιά της Αθήνα Μούνιχο και γι' αυτό ονομάστηκε Μουνιχία, ενώ άλλοι αποδίδουν το τοπωνύμιο σε ομώνυμο αρχηγό ή ήρωα των Μινυών.
Στην κορυφή του λόφου ή - κατά μία άλλη εκδοχή- σε μικρό ύψωμα, αριστερά στον εισερχόμενο στο λιμενίσκο της Μουνιχίας, όπου έχει αναγερθεί το εντευκτήριο "Ναυτικού Ομίλου Ελλάδος", ίδρυσαν οι Μίνυες το ιερό της "Μουνιχίας Αρτέμιδος". Οι Μίνυες, που, ας σημειωθεί, είχαν ειδικευθεί στην κατασκευή υπογείων διαβάσεων (σηράγγων), υπονόμων και άλλων τεχνικών έργων, άφησαν ως τις μέρες μας, σημάδια, στο πέρασμά τους από τον πειραϊκό χώρο. Εκτός από την ισοπέδωση του λόφου της Μουνιχίας και τα λαξευτά, μέσα σε βράχους κατασκευάσματα, που ο λαός ονόμαζε παλαιότερα "Θεόσπιτα", δύο σημαντικά, για την εποχή τους, τεχνικά έργα μαρτυρούν το πέρασμά τους από τον τόπο : η γνωστή ως «Σπηλιά της Αρετούσας» στο λόφο της Μουνιχίας και το "Σηράγγειο", γνωστό (παλαιότερα) ως "Σπηλιά του Παρασκευά».
   Η σπηλιά της Αρετούσας: πρόκειται για ένα επικλινές και ευρύχωρο όρυγμα. Η παράδοση αναφέρει ότι το σπήλαιο αυτό ήταν η κατοικία μιας βασιλοπούλας, της Αρετούσας που από αυτήν πήρε το όνομά της. Την χρησιμοποιούσε δε για να επικοινωνεί κρυφά με τον αγαπημένο της που βρισκόταν στην Ακρόπολη. Όπως γράφει ο Στράβων, τα σπηλαιοειδή αυτά ορύγματα αποδίδονται στους πρώτους κατοίκους του Πειραιά και είναι έργα ύδρευσης της προϊστορικής περιόδου.
  Το Σηράγγειο (η σπηλιά του Παρασκευά): Το  Σηράγγειο, κατά μία εκδοχή θεωρείται  ως  Ασκληπιείο του Πειραιά, το υπόγειο  αυτό κατασκεύασμα  μέσα σε βράχους, της Καστέλας. Αποκαλύφθηκε, κατά τον Χρ. Πανάγο, το  1897 και, κατά τον Γ. Ζαννέτο το 1894. Το φυσικό «κοίλωμα» του Σηραγγείου  προϋπήρχε αλλά αξιοποιήθηκε, με την εκτέλεση ορισμένων έργων από τους  Μινύες. Η στοά του εισχωρεί 12 μέτρα μέσα στο βράχο, κάτω από τη λεωφόρο  Φαλήρου (Βασ. Παύλου). Αν και δεν έχουμε θετικές πληροφορίες για το σκοπό,  για τον οποίο κατασκευάσθηκε, πιθανολογείται ότι ήταν ιερό, αφιερωμένο  στον  τοπικό ήρωα Σήραγγο.  Θεωρείται   ότι  στους ιστορικούς χρόνους δεν  αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκε ως  ασκληπιείο    και ως «Πορφυρείο», για την  κατεργασία των πολλών πορφυρούχων κοχυλιών που αφθονούσαν στην Πειραϊκή ακτή. Αργότερα, πάντως και ως τους ρωμαϊκούς χρόνους στο Σηράγγειο  λειτούργησε «βαλανείο» (δημόσιο λουτρό) και τότε κατασκευάστηκαν τα δύο  ψηφιδωτά που υπήρχαν εκεί και, κατά περίεργο τρόπο, εξαφανίστηκαν στην  περίοδο της Δικτατορίας (1967 - 1974). Ακόμη μέσα εκεί υπήρχε ένα ηρώο, δυο πανάρχαιοι τάφοι, και τα δύο ψηφιδωτά, ένα που παρίστανε το Σήραγγο σε άρμα, και ένα τη Σκύλλα. Μέσα στο σπήλαιο βρέθηκε και βωμός του Αποτρόπαιου  Απόλλωνα.  
Κατοικία του Σήραγγου : Κατά την παράδοση το Σηράγγειο ήταν η κατοικία του  ήρωα Σήραγγου.   Ό νέος που εικονίζεται  στο ψηφιδωτό  πρέπει  να είναι   ο Σήραγγος, που όμως ήταν γνωστός και με  άλλο    κυριότερο όνομα. Με   βάση την μυθολογία ο εικονιζόμενος  στο ψηφιδωτό   νέος ταυτίστηκε  με  τον Γλαύκο».  Το φτωχό ψαρά που  απελπισμένος  γκρεμίστηκε στα βράχια της Ευβοίας. Και καταδικάστηκε σε  α0ανασία και από τότε πλανιέται  μέσα στα κύματα. Αγάπησε την ωραία  θαλάσσια παρθένα  Σκύλλα, αλλά τους φθόνησε  η Κίρκη και την μεταμόρφωσε  σε τέρας. Αλλά  ο Γλαύκος    δεν έπαψε να την αγαπάει  και παρέμεινε     μεμψί­μοιρος και κακόβουλος,  προφητεύοντας  τους ανέμους  στους  θαλασσινούς  με θορυβώδεις    χρησμούς. Έγινε δε ένα μελαγχολικός γέρος  με απλανές βλέμμα, μισός άνθρωπος, μισός ψάρι, και η ουρά του ήταν σκεπασμένη με θαλάσσια φυτά  και κοχύλια.
Εκτός από τον προϊστορικό οικισμό των Μινυών, στον λόφο της Μουνιχίας, στους προϊστορικούς καιρούς αλλά και αργότερα, ως τους ιστορικούς χρόνους, υπήρχε στον Πειραιά και ένας "σύνδεσμος" ή "ένωση" κοινοτήτων με θρησκευτικό κυρίως χαρακτήρα και κοινό ιερό: Το "Τετράκωμον Ηράκλειον". Οι τέσσερις "κώμες" που συγκροτούσαν την ιδιόμορφη κοινωτική "ένωση" του "Τετρακώμου" ήταν ο Πειραιεύς , το Φάληρο - η σημαντικότερη τότε, που οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν ως "επίνειο" και που η ονομασία του προήλθε από τοπικό ήρωα και, κατά την παράδοση, έναν από τους Αργοναύτες, τον Φάληρο (ή Φαληρό) - οι Θυμαιτάδαι (ή Θυμοιτάδαι), - το σημερινό Κερατσίνι - και η Ξυπέτη (ή Ξυπετή) που η θέση της τοποθετείται ανάμεσα στην Παλαιά Κοκκινιά και τον Κορυδαλλό, ίσως στη σημερινή Νίκαια. Η  λατρεία του Ηρακλή ήταν ο συνδετικός κρίκος της ιδιόμορφης αυτής κοινοτικής ένωσης, που επιβίωσε σε "μάκρος αιώνων" και το κοινό ιερό των "Τετρακώμων" βρισκόταν, κατά την επικρατέστερη άποψη, στην σημερινή συνοικία Καμίνια.
Αρχαίοι χρόνοι:
Παρά το γεγονός ότι είχε κατοικηθεί από τα μέσα της τρίτης χιλιετηρίδας, ο Πειραιάς, στους πρώτους ιστορικούς χρόνους και μέχρι την αξιοποίησή του (τον 5ο π.Χ. αιώνα), έμεινε για πολλούς αιώνες ασήμαντη πολίχνη, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Αθηναίους. Η ανάδειξη του Πειραιά, που ας σημειωθεί, ανακηρύχθηκε Δήμος το 517 π.Χ.στη διοικητική μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, του θεμελιωτή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, συμπίπτει χρονικά με την περίοδο της ακμής της Δημοκρατίας αυτής. Και οφείλεται στο ενδιαφέρον και τις δημιουργικές πραγματώσεις δύο μεγάλων πολιτικών μορφών της εποχής: του Θεμιστοκλή και του Περικλή.
Το ενδιαφέρον του Θεμιστοκλή προς τον Πειραιά άρχισε να εκδηλώνεται μετά τη μάχη του Μαραθώνα , το 492/493 π.Χ., όταν αναδείχθηκε "επώνυμος άρχων". Τα έργα για την τείχιση και γενικά για την οχύρωσή του άρχισαν οπωσδήποτε πριν από την ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), αλλά αποπερατώθηκαν ανάμεσα στο 471 και 465 π.Χ. Αργότερα (461-456 π.Χ.) ακολούθησαν άλλα έργα για την επέκταση των Μακρών Τειχών, ώστε να επιτευχθεί η σύνδεση του Πειραιά με την Αθήνα.
Και τέλος, στην περίοδο 451-431 π.Χ. ολοκληρώθηκε η οικοδόμηση και η οριστική διαμόρφωση της πόλης, με ένα υποδειγματικό, για την εποχή, πολεοδομικό σχέδιο που είχε εκπονηθεί από τον διάσημο αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Ιππόδαμο το Μιλήσιο.
Η επιλογή του Θεμιστοκλή, που στάθηκε ο δημιουργός του αρχαίου Πειραιά, υπήρξε επιτυχής. Γιατί με τα φυσικά πλεονεκτήματα που διαθέτει ο Πειραιάς με τους τρεις "αυτοφυείς" λιμένες του (Μέγα, Ζέα, Μουνιχία) και με τα έργα που εκτελέστηκαν, αναδείχθηκε σύντομα σε ασφαλέστατο πολεμικό και άρτιο σε συγκρότηση, οργάνωση και εκμετάλλευση εμπορικό λιμάνι. Με θαυμάσια τείχιση που ίχνη της σώζονται έως σήμερα. Με όλες τις απαραίτητες για την εξυπηρέτηση της λιμενικής κίνησης εγκαταστάσεις, όπως κρηπιδώματα και προβλήτες για την παραβολή των πλοίων, μώλους, πέντε αποθήκες για την εναπόθεση των εμπορευμάτων, τις περίφημες Στοές με κυριότερη τη Μακρά Στοά, αγορές, νεώρια για τη ναυπήγηση των πλοίων, το περίφημο "Δείγμα", που υπήρξε το πρώτο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του κόσμου και στους πολεμικούς ναυστάθμους της Ζέας, της Μουνιχίας και του Κανθάρου νεωσοίκους (παραθαλάσσια υπόστεγα, στα οποία αποσύρονταν για ασφάλεια τα πλοία όταν δεν ταξίδευαν) και σκευοθήκες για τη φύλαξη του εξοπλισμού των πλοίων, με περισσότερο γνωστή από τις τελευταίες τη "Σκευοθήκη του Φίλωνος", στο λιμάνι της Ζέας. Με δημόσια κτίρια, ιερά, θέατρα. Με άριστη ρυμοτομία. Σε γενικές γραμμές μία πόλη που έσφυζε από ζωή και δίκαια είχε αποκληθεί Εμπόριον της Ελλάδος, "εις ό" κατά τον Θουκυδίδη "εισέρχεται δια το μέγεθος της πόλεως εκ πάσης γης τα πάντα". Μεγάλο εισαγωγικό λιμάνι, στην αρχαιότητα ο Πειραιάς, διατηρεί αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα αναλλοίωτο ανάμεσα στους αιώνες, αφού και σήμερα είναι το μεγαλύτερο εισαγωγικό λιμάνι της χώρας, με σταθερή αναλογία εισαγωγών - εξαγωγών: 7:3.


Ο χώρος αποτελεί ένα από τα λίγα τμήματα του αρχαίου Πειραιά που έχουν έρθει στο φως και είναι ίσως το πιο καλοδιατηρημένο μέρος της αρχαίας πόλης που κατασκεύασε ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος και δείγμα του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου ,αφού η πρώτη πολεοδομική σχεδίαση πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο στην σχεδίαση του αρχαίου Πειραιά. Αυτό αποτελεί παγκόσμια το πρώτο αρχιτεκτονικό πολεοδομικό δείγμα. Η θέση της ανασκαφής βρίσκετε στο κέντρο της πόλης ,πράγμα που την μετατρέπει σε πραγματικό αξιοθέατο, τα δε ψηφιδωτά, ως εύρημα, έχουν μεγάλη αρχαιολογική αξία..





Το εμπορικό λιμάνι του αρχαίου Πειραιά, το περίφημο "Εμπόριον", εκτεινόταν από την περιοχή του σημερινού Κεντρικού Τελωνείου (Αγίου Νικολάου) ως τη χηλή της Ηετιωνείας άκρας, δηλαδή το σημείο όπου βρίσκεται το Σιλό και υπήρχαν ως πρόσφατα οι αποθήκες και τα λιμενικά υπόστεγα της Ελευθέρας Ζώνη, χωρίς να περιλαμβάνεται σ' αυτό η λεκάνη του λιμένα Αλών, που ως αβαθής δεν χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα. Δαιθέτοντας τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και υποδειγματική οργάνωση, με όλα τα αρμόδια για την εξυπηρέτηση των συναλλασσομένων όργανα (επιμελητές εμπορίου, τελώνες ή ελλιμενιστές - για τη είσπραξη των λιμενικών ταλών και φόρων-, αγορανόμους, μετρονόμους, αστυνόμους, σιτοφύλακες κ.α.) το "Εμπόριον" διασφάλιζε τα εχέγγυα για την απρόσκοπτη διεξαγωγή των λιμενικών εργασιών, ενώ με τα αυστηρά μέτρα που ίσχυαν είχε επίσης εξασφαλιστεί η ομαλή διενέργεια των εμπορικών συναλλαγών στην "Αγορά", η οποία, με την ιδιαίτερη σημασία της, στην αρχαιότητα, αποτελούσε το κέντρο της οικονομικής ζωής της πόλης. Η "Αγορά" βρισκόταν στην περιοχή του "Εμπορίου", ενώ μια άλλη αγορά, για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών των κατοίκων σε προμήθειες τροφίμων και άλλων ειδών, η "Ιπποδάμειος", λειτουργούσε στο εσωτερικό της πόλης, κοντά στο λιμένα της Ζέας (Πασσαλιμάνι).
Αναπαράσταση του αρχαίου Πειραιά με τις οχυρωματικές, τις λιμενικές και τις αστικές κατασκευές (Παπαχατζής 1974, 104)

Ο Πειραιάς στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα, ήταν κυρίως εισαγωγικό λιμάνι, με μεγάλη ναυτιλιακή και εμπορευματική κίνηση, ιδιαίτερα από τον Οκτώβριο έως τον Απρίλιο, που οι καιρικές συνθήκες διευκόλυναν τα ταξίδια των ιστιοφόρων. Το μεγαλύτερο μέρος των φορτίων προερχόταν από τα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας και ιδιαίτερα της Σκυθίας. από την οποία εισάγονταν σιτηρά. Το εξαγωγικό εμπόριο ήταν περιορισμένο, με φορτώσεις ορισμένων προϊόντων της Αττικής (όπως λάδι, κρασί, μέλι) και ειδών αγγειοπλαστικής. Η μεγάλη εισαγωγική κίνηση του λιμένα του και η εφαρμογή, στην καθημερινή συναλλακτική πρακτική, των αρχών της ελεύθερης οικονομίας συνετέλεσαν στην ανάπτυξη αξιόλογης εμπορικής κίνησης και στην πόλη. Οι έμποροι ήταν, κατά κύριο λόγο, ξένοι, που είχαν μόνιμα εγκατασταθεί στον Πειραιά - οι μ έ τ ο ι κ ο ι-, στους οποίους είχαν δοθεί ορισμένα δικαιώματα για την απρόσκοπτη άσκηση του επαγγέλματός τους, υπό την προϋπόθεση της καταβολής ειδικού φόρου, του γνωστού "μετοίκιου". Και η παρουσία μεγάλου αριθμού ξένων, με προοδευτικότερες ίσως αρχές και αντιλήψεις από τους ντόπιους αλλά και η παράλληλη μεγάλη κίνηση διερχομένων από το λιμάνι, που είχε ως αποτέλεσμα τη "διακίνηση" νέων ιδεών, εξηγεί ως ένα σημείο το γεγονός ότι στον Πειραιά από πολύ νωρίς επικρατούσε "πνεύμα" ελευθεροφροσύνης, και είχε αναπτυχθεί μια καθαρή δημοκρατική συνείδηση, ώστε να θεωρείται το "επίνειο", όχι μόνο στον οικονομικοκοινωνικό αλλά και στον πολιτικό χώρο "ωφελιμότερον της άνω πόλεως".
Εκτός από το εμπόριο σημαντικά είχε αναπτυχθεί και η βιομηχανία, με αντιπροσωπευτικούς κλάδους τη ναυπηγική, τη μεταλλουργία, την αγγειοπλαστική και, κατά δεύτερο λόγο, την υφαντουργία. Ακόμα στο λιμάνι του Πειραιά διαμορφωνόταν, την περίοδο αυτή, η χρηματιστηριακή τιμή των διαφόρων εμπορευμάτων, καθοριζόταν το ύψος των ναύλων και γενικά ρυθμίζονταν όλα τα σχετικά με τις εμπορο-ναυτιλιακές συναλλαγές θέματα, σε "διεθνή" - για την εποχή - πλαίσια, ώστε δικαίως να χαρακτηρίζεται ο Πειραιάς ως "το Λονδίνο της αρχαιότητας".
Νεώσοικοι του Πειραιά:
Οι νεώσοικοι ήταν παραθαλάσσια υπόστεγα, στα οποία αποσύρονταν τα πλοία όταν δεν ταξίδευαν και στην περίοδο της μεγάλης ακμής του πειραϊκού λιμένα (5ος αιώνας π.χ.) το σύνολο των νεοσοίκων έφτανε τους 372. Απ’ αυτούς βρίσκονταν 196 στη Ζέα (Πασαλιμάνι), 82 στη Μουνιχία (Μικρολίμανο) και 94 στον πολεμικό ναύσταθμο Κανθάρου, μέσα στον Κεντρικό λιμένα.
          Αναπαράσταση νεώσοικων        Σχέδιο δώδεκα νεωσοίκων              Κατάλοιπα νεωσοίκων, καλυμμένα στο υπόγειο στην οδό             Βυθισμένα κατάλοιπα
της Ζέας                                     στην ανατ. πλευρά της Ζέας            Σαγγαρίου 1                                                                                θεμελίωσης στην αν. Ζέα

Ο Παυσανίας αναφέρεται στους νεώσοικους του Πειραιά, με την έκφραση "υπήρχαν ακόμη ως τις μέρες μου", μαρτυρώντας έτσι ότι βρήκε κάποιους σε λειτουργία αν και η Αθήνα ήταν πλέον υπό ρωμαϊκή διοίκηση, καθώς εξακολουθούσε να διατηρεί δημόσια πλοία και νεώσοικους. Ως τις αρχές ακόμη του 20ου αιώνα διατηρούνταν σαφή τα λείψανα των νεωσοίκων και στα τρία λιμάνια του Πειραιά, αλλά κυρίως σε αυτό της Ζέας και της Μουνιχίας, με τις επικλινείς χτιστές ή σκαλιστές στο βράχο κρηπίδες, επάνω στις οποίες ανέλκονταν τα πλοία, τις κιονοστοιχίες που διαχώριζαν τους νεώσοικους και τον χτιστό τοίχο προς το μέρος της ξηράς. Από επιγραφή του 4ου αιώνα πληροφορούμαστε για 196 νεώσοικους στη Ζέα, 94 στον Κάνθαρο και 82 στη Μουνιχία, συνολικά δηλαδή 372 νεώσοικους. Ο Ισοκράτης μαρτυρεί πως οι Αθηναίοι είχαν ξοδέψει πάνω από χίλια τάλαντα για τους νεώσοικους στον 5ο αιώνα.
Στη Ζέα στα αβαθή κράσπεδα του κυκλικού λιμανιού, όπου και βρισκόταν το κύριο στρατιωτικό λιμάνι, υπήρχαν πάρα πολλοί νεώσοικοι, σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου.
Στους νεώσοικους υπήρχε επιμήκης χτιστή κρηπίδα ή και σκαλισμένη στο βράχο για κάθε πλοίο, με αυλακιά στη μέση για να εισχωρεί η ράχη της καρίνας. Στη στενή αυτή επικλινή προς τη θάλασσα κρηπίδα με ύψος μικρότερο του ενός μέτρου ανασύρονταν το πλοίο. Δεξιά και αριστερά κάθε κρηπίδας υπήρχε ανά μία κιονοστοιχία με αράβδωτους, λίθινους κίονες. Οι στέγες ήταν ξύλινες, αμφικλινείς, συνεχόμενες, όπου η μία κιονοστοιχία στήριζε τη ράχη της επιμήκους στέγης και η επόμενη την κοιλότητα, όπου ήταν η υδρορροή. Η σειρά των νεωσοίκων τελείωνε προς το μέρος της ξηράς σε μακρύ τοίχο, με πάχος 75 εκατοστά. Ο τοίχος αυτός απείχε από τη θάλασσα όσο το μήκος ενός πλοίου. Το πλάτος κάθε νεωσοίκου ήταν 6,5μ. Σε κάθε νεώσοικο ανέλκονταν μόνο μία τριήρης με μήκος από 32 έως 35 μέτρα. Τα μικρά πλοία χωρούσαν και ανά δύο μέσα στο νεώσοικο, κατά μήκος. Το όνομα του πλοίου ήταν αυτό που ονομάτιζε και το νεώσοικό του. Από επιγραφή που ήρθε στο φως μαθαίνουμε ονόματα όπως Δανάη, Παγκράτεια, Ταυροπόλη κτλ.  Τον καιρό του Ευβούλου, στη δεκαετία μετά το 355, οι Αθηναίοι θέλοντας να τονώσουν την κίνηση στο λιμάνι της Ζέας, μετέφεραν εκεί μέρος των πολεμικών πλοίων από τον Κάνθαρο, οπότε και αποφασίστηκε το χτίσιμο της λίθινης σκευοθήκης, γνωστή ως η Σκευοθήκη του Φίλωνος.
Ανάπτυξη πνευματικής ζωής:
Η οικονομική και κοινωνική άνθηση που γνώρισε ο Πειραιάς στην περίοδο της μέγιστης ακμής του είχε ως αποτέλεσμα την παράλληλη ανάπτυξη πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής στην πόλη, με ενεργό συμμετοχή σ' αυτήν όχι μόνον των ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης, αλλά και των ισχυρών οικονομικών παραγόντων της εποχής που είχαν ως έδρα της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας το "επίνειο". Στα σπιτικά του βιομηχάνου Κεφάλου (πατέρα του ρήτορα Λυσία), του τραπεζίτη Πασίωνα, του πολιτικού Καλλία, του στρατηγού Τιμοθέου - γιού του Κόνωνα - του σοφιστή Πρόκλου κ.α. συγκεντρώνονταν συχνά ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Λυσίας, ο αστρονόμος και γεωμέτρης Μέτων, ο Ξενοφών - και αργότερα ο Δημοσθένης, ο ρήτορας - επίσης - Ισαίος, ο Μένανδρος (ο οποίος έμενε μόνιμα στην έπαυλη του στον Πειραιά και πνίγηκε ενώ κολυμπούσε στη θαλάσσια περιοχή της Φρεαττύδας) κ.α και "συνδιαλέγονταν" επάνω στα επιστημονικά, καλλιτεχνικά και κοινωνικά θέματα του καιρού τους. Ας σημειωθεί ότι ο χώρος που είχε επιλέξει ο Ξενοφών για τη διεξαγωγή του διαλόγου στο έργο του "Συμπόσιον" είναι το σπίτι του Καλία στον Πειραιά, ενώ και ο Πλάτων στον Πειραιά τοποθετεί επίσης το χώρο του διαλόγου στο σπουδαιότερο ίσως έργο του, την "Πολιτεία". Τέλος στο περίφημο θέατρο της Μουνιχίας (το σωζόμενο θέατρο της Ζέας είναι μεταγενέστερο) διδάχθηκαν, κατά καιρούς, έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Μενάνδρου κ.α. με προσέλκυση θεατών από όλη την Ελλάδα.
Οι αιώνες της παρακμής:
Η πορεία του αρχαίου Πειραιά στάθηκε κοινή με την πορεία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Θα την ακολουθήσει στο μεσουράνημα της, στον περίφημο "χρυσούν αιώνα". Θα δεχθεί μαζί της το πρώτο πλήγμα, στον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.). Θα συνέλθει κάπως με την αποκατάσταση της δημοκρατίας (403 π.Χ.) που η προσπάθεια για αυτήν από εδω - από τον λόφο της Μουνιχίας, με τον Θρασύβουλο - θα ξεκινήσει. Και τελικά θα την παρακολουθήσει στην πορεία προς την ορική παρακμή, αργά μα σταθερά από τους Μακεδονικούς χρόνους, για να δεχθεί το θανάσιμο χτύπημα με την εισβολή των Ρωμαίων και την καταστροφή από τον Σύλλα, το 85 π.Χ. Μετά την καταστροφή η πόλη περιορίστηκε "εις ολίγην κατοικίαν", κοντά στο λιμάνι. Και στους πρώτους μετα-χριστιανικούς αιώνες γράφτηκε ο θλιβερός επίλογος της ιστορίας του αρχαίου Πειραιά . Από το 395 π.Χ., με την τελευταία εισβολή των Γότθων, αρχίζει η μεγάλη περίοδος της πειραϊκής παρακμής, που θα διαρκέσει δεκαπέντε περίπου αιώνες, ως την εθνική μας αποκατάσταση. Στην περίοδο, αυτή η πόλη δεν υπήρξε. Αν δημιουργήθηκαν - ευκαιριακά πάντα κάποιες μικρές "εστίες" ζωής, δεν γνωρίζουμε.
Βυζαντινή περίοδος:
Το λιμάνι του Πειραιά χρησιμοποιήθηκε, κατά καιρούς, ως ορμητήριο του βυζαντινού στόλου ή των πειρατικών πλοίων, που τότε - όπως και αργότερα - λυμαίνονταν το Αιγαίο. Αλλά για κάποια, έστω και περιορισμένη, λιμενική κίνηση, δεν μπορεί να γίνει λόγος.
Από το 1318 μ.Χ. ο Πειραιάς έχασε και το αρχαίο όνομα του. 'Έγινε το "PORTO LEONE", το "PORTO DRACO" των Φράγκων και από το 1456 το "Ασλάν λιμάνι" των Τούρκων (λιμάνι λέοντος), από το μαρμάρινο άγαλμα Λέοντος, που βρισκόταν περίπου στη θέση όπου χτίστηκε αργότερα το Παλαιό Δημαρχείο (Ρολόι) - και το οποίο "απήγαγε" το 1688, στη διάρκεια της γνωστής εκστρατείας του κατά των Αθηνών, ο Φρ. Μοροζίνι και μετέφερε στο Ναύσταθμο της Βενετίας, όπου εξακολουθεί να βρίσκεται. Το άγαλμα του Λέοντος, του οποίου δεν γνωρίζουμε ούτε τον γλύπτη που το φιλοτέχνησε, ούτε τον χρόνο της κατασκευής του, ή, έστω, της τοποθέτησής του στον Πειραιά, "με το υπερφυσικόν μέγεθος, με την ανθρωπίνην μορφήν και τας μυστηριώδεις επιγραφάς αποτελεί - όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ιωάννης Αλ Μελετόπουλος- και θα αποτελέσει ίσως εσαεί ένα από τα άλυτα μυστήρια της ιστορίας...".
Ακόμη και σήμερα, δεν είναι σαφές το πότε και για ποιο λόγο κατασκευάστηκε, ούτε το πότε και για ποιο λόγο τοποθετήθηκε στον Πειραιά. Όλα όσα ξέρουμε στηρίζονται κυρίως σε διηγήσεις και θρύλους. Οι μέχρι τώρα σχετικές έρευνες επικεντρώνονται σε προσωπικές μαρτυρίες όσων είδαν το λιοντάρι με τα ίδια τους τα μάτια κατά την επίσκεψή τους στον Πειραιά. Ουδείς από τους αρχαίους συγγραφείς σε κάποιο σωζόμενο απόσπασμα κάνει λόγο για το λιοντάρι.
Η πρώτη αναφορά του λιμανιού του Πειραιά ως "Porto Leone" γίνεται σε ναυτικό χάρτη του Γενοβέζου Pietro Visconti το 1318. Ο Παυσανίας και ο Στράβων (παρότι περιγράφουν τον Πειραιά της περιόδου της παρακμής του κάνοντας αναφορές σε πολλά μνημεία) δεν αναφέρουν πουθενά την ύπαρξη του αγάλματος. Πολλοί σύγχρονοι μελετητές υποστηρίζουν πως είναι έργο της κλασσικής περιόδου (5ος αιώνας π.Χ), άλλοι υποστηρίζουν πως είναι έργο της Ρωμαϊκής περιόδου ενώ κάποιοι άλλοι φθάνουν στο σημείο να καταγράψουν πως πρόκειται για έργο της περιόδου της Φραγκοκρατίας και τοποθετήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά μεταξύ 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ.
Επειδή όμως το άγαλμα αυτό έχει συνδεθεί άρρηκτα με μια μακρά ιστορική περίοδο της πόλης, οι Πειραιώτες δεν έπαψαν να διεκδικούν την επιστροφή του. Επανειλημμένα διαβήματα έγιναν, κατά το παρελθόν, από το Δήμο και άλλους τοπικούς συλλογικούς φορείς, χωρίς αποτέλεσμα. Τελευταία, με τη συγκρότηση της "Συντονιστικής Επιτροπής για την επιστροφή του Λέοντος του Πειραιώς" το θέμα ήρθε και πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Η Επιτροπή, με τη συγκέντρωση με "χορηγίες" του απαραίτητου χρηματικού ποσού προχώρησε στην κατασκευή πιστού μαρμάρινου αντιγράφου του αγάλματος, που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γ. Μέγκουλας, με στόχο μα προσφερθεί τούτο στη Βενετία για την επιστροφή του πρωτοτύπου. Ο "νεότευκτος' αυτός Λέων τοποθετήθηκε προσωρινά σε καίρια θέση του Κεντρικού Λιμένα, με τη φροντίδα και με δαπάνες του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς.
Σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η ερήμωση και η εγκατάλειψη εξακολουθούν να είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πειραϊκού χώρου. Στο σημείο αυτό συμφωνούν όλοι οι περιηγητές που επισκέφθηκαν τότε τον Πειραιά. Το λιμάνι του χρησιμοποιήθηκε σε αραιά χρονικά διαστήματα και για ελάχιστες εμπορικές συναλλαγές. Μόνη "εστία" ζωής, την περίοδο αυτή, το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, που ιδρύθηκε, σύμφωνα με νεότερες και περισσότερο τεκμηριωμένες απόψεις, γύρω στα 1590 με τους ελάχιστους μοναχούς του - ισχνές παρουσίες μέσα σ' αυτό το περίεργο "σκηνικό" διάκοσμο της γενικής ερημιάς - και μόνος επώνυμος κάτοικος ο ιδιόρυθμος Γάλλος έμπορος Καυράκ, που είχε εγκατασταθεί σ' ένα σπίτι, στην πειραϊκή παραλία, γύρω στα μέσα του δεκάτου ογδόου αιώνα, ενώ την όλη εικόνα της παρακμής του άλλοτε ένδοξου "επινείου" συμπλήρωνε η κωμικοτραγική "φιγούρα" του Τούρκου τελωνοφύλακα που αποτελούσε - κατά τον CHATAUBRIAND- "θλιβερόν παράδειγμα ηλιθίου υπομονής που ανέμενε να παρέλθουν μήνες ολόκληροι δια να ιδή καταπλέον κανένα πλοίον…».


19ος αιώνας:
Το θαύμα της αναδημιουργίας:
Το 1829, όταν ακούγονταν οι τελευταίοι απόηχοι από τους κρότους των αρμάτων του οχτάχρονου εθνικού ξεσηκωμού και μέσα από τα χαλάσματα και τ' αποκαΐδια ξεπρόβαλλε η αρτιγέννητη "Ελληνική Πολιτεία", όλα έδειχναν πως δεν θα αργούσε να ξανανθίσει η ζωή στον έρημο αυτό τόπο. Και "η θέσις, η καλούμενη Πειραιεύς" των τελευταίων επαναστατικών χρόνων θ' ανασυρόταν από την αφάνεια των αιώνων της παρακμής κι αποβάλλοντας οριστικά τα ξενικά της ονόματα, θα αποκτούσε πάλι την παλιά της αίγλη. 'Όπως και έγινε σε μία σύντομη σχετικά χρονική διαδρομή, που καλύπτει τις έξι τελευταίες δεκαετίες του δεκάτου ενάτου αιώνα με το θαύμα της δημιουργίας του νεότερου Πειραιά.
Στη νεότερη ιστορική πορεία του Πειραιά δύο χρονολογίες σημαδεύουν καθοριστικά το επικό ξεκίνημα για τη δημιουργία: το 1829 και το 1835. Το 1829 φτάνουν στον τόπο αυτό οι πρώτοι νέοι του κάτοικοι - πέντε τον αριθμό - κι ανάμεσά τους ο Γιαννακός Τζελέπης, που η ιστορική μνήμη διασώζει ως τις μέρες μας το όνομα του στην ομώνυμη ακτή. Και το 1835 ιδρύεται ο Δήμος Πειραιώς, με πρώτο δήμαρχο τον Υδραίο Κυριακό Σερφιώτη. Εν τω μεταξύ, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα (1834) και τη διαγραφόμενη πλέον προοπτική για μελλοντική ανάπτυξη του πειραϊκού λιμένα, αρχίζει να εκδηλώνεται εντονότερο το ενδιαφέρον για τον εποικισμό του Πειραιά από τους ανθρώπους που προέρχονταν από όλα τα σημεία του ελληνικού χώρου, με σταθερή αύξηση από χρόνο σε χρόνο του αριθμού τους. Οι άνθρωποι αυτοί που, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, διέθεταν και ικανότητες και δυνατότητες, αποτέλεσαν το δυναμικό "πυρήνα" του πληθυσμού της νέας πόλης. Στις υπεράνθρωπες προσπάθειές τους οφείλει, κυρίως, ο Πειραιάς την αναδημιουργία του και την ανάδειξη του - τελικά - στο σπουδαιότερο εμπορο-ναυτιλιακό κέντρο της χώρας. Και ακόμα στο γεγονός ότι είχε την τύχη, στη διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα, να κατευθύνουν τις τύχες του άνθρωποι δραστήριοι και δημιουργικοί, με ευρύτητα οραματισμών, που αγάπησαν τον τόπο και έθεσαν τις βάσεις για την μελλοντική προκοπή του.
Οι φωτισμένοι πρώην δημοτικοί άρχοντες του νεότερου Πειραιά υπήρξαν κατά πάντα άξιοι και με ευγνωμοσύνη αναφέρεται σ' αυτούς η τοπική ιστορική μνήμη: Κυριάκος Α. Σερφιώτης, δήμαρχος από το 1835 – 41(δες φωτο), Πέτρος Σ. Ομηρίδης (1841-45, 1848-54), Αντώνιος Θεοχάρης (1845-48), Λουκάς Δ. Ράλλης (1855-66), Δημήτριος Α. Μουτζόπουλος (1866-74), Τρύφων Α. Μουτζόπουλος (1874-83, 1895-1903), Αριστείδης Σκυλίτσης (1883-87), Θεόδωρος Γ. Ρετσίνας (1887-95). Παράλληλα όμως με τις προσπάθειες των πρώτων "εποίκων" και τη σημαντική συμβολή των δημιουργικών δημάρχων και ορισμένα γεγονότα, ως τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξέλιξη του Πειραιά και στην ανάδειξη του σε πρώτο λιμάνι της χώρας, θέση που επί πενήντα χρόνια διεκδίκησε πεισματικά από τη Σύρο, το σπουδαιότερο ναυτιλιακό κέντρο της εποχής. Ενδεικτικά σημειώνουμε από τα γεγονότα αυτά τη σιδηροδρομική σύνδεση με την Αθήνα, το 1869 και αργότερα, προς τα τέλη του αιώνα, με τις άλλες πόλεις της Ελλάδας, τις πρώτες αξιόλογες προσπάθειες για τη βιομηχανική ανάπτυξη του τόπου, που χρονικά πρέπει να τοποθετηθούν ανάμεσα στο 1860 και το 1870 και τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου, το 1893, που έκανε πλεονεκτικότερη τη θέση του Πειραιά προς τη Δύση, σε συνδυασμό και με την οριστική στροφή της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας προς τον ατμό, γύρω στις αρχές του αιώνα μας.
Το πρώτο λιμάνι της χώρας:
 Στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα το "θαύμα" της αναδημιουργίας είχε ολοκληρωθεί. Με την οριστική διαμόρφωση της πόλης, αρχικά σύμφωνα με το άριστο, για την εποχή του, πολεοδομικό σχέδιο των ΚΛΕΑΝΘΗ - SCHAUBERT - KLENZE και αργότερα με τις αναγκαίες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις του. Με την οικοδόμηση πολλών δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, που ξεχώριζαν για την καλαισθησία τους - και από τα οποία ελάχιστα διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας, και με τη σταθερή αύξηση του πληθυσμού της πόλης που έφτασε το 1896 τους 51.020 κατοίκους.
Εκτός από τα πρώτα δημόσια κτίρια, που οικοδομήθηκαν αμέσως μετά την ίδρυση του Δήμου (Τελωνείο, Λοιμοκαθαρτήριο, Κρατικές Αποθήκες στην οδό Ευπλοίας - έργο του αρχιτέκτονα Κλεάνθη -, κτίριο της Σχολής Ευελπίδων, η οποία λειτούργησε στον Πειραιά από το 1837 εως το 1894 κ.α.), εως τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα είχαν επίσης χτιστεί όλα τα απαραίτητα σχολικά κτίρια ("Ράλλειο Παρθεναγωγείο", "Ιωνίδειες Σχολές" Γυμνάσιο - στην πλατεία Κοραή - και πολλά δημοτικά σχολεία) το μέγαρο του Χρηματιστηρίου, το γνωστό ως "Ρολόι" (1869-73), στο οποίο από το 1885 εγκαταστάθηκε το δημαρχείο (και που η κατεδάφιση του το 1968, χαρακτηρίστηκε ως πράξη ασέβειας προς την πειραϊκή ιστορική μνήμη), το Δημοτικό Θέατρο (1884-95), σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Ι. Λαζαρίμου και σε λιτή νεοκλασική γραμμή, που είναι και σήμερα το ωραιότερο δημόσιο κτίριο του Πειραιά.
Το κτίριο του παλαιού (1899-1901) και πολλοί ιεροί ναοί (Αγίου Σπυρίδωνα, Αγίου Νικολάου, Αγίου Κωνσταντίνου, Ευαγγελιστρίας - στη σημερινή του μορφή -, Αγίας Τριάδας, στην αρχική του μορφή, που με διάφορες προσθήκες διατηρήθηκε ως την καταστροφή της το 1944). Τέλος, με δωρεές των μεγάλων ευεργετών του τόπου, είχαν ιδρυθεί τα κοινωφελή ιδρύματα, που και σήμερα συνεχίζουν τη λειτουργία τους ('Τζάνειο Νοσοκομείο", "Ζάννειο Ορφανοτροφείο Αρρένων", "Γηροκομείο", "Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων" κ.α.).














 




Λοιμοκαθαρτήριο (έργο Τσίλλερ)     Κρατικές Αποθήκες ( έργο Κλεάνθη)  Μέγαρο χρηματιστηρίου Πειραιά (ρολόι)  Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Στο λιμάνι, που επί 75 χρόνια , με τα αρμόδια για την διοίκησή του νομικά πρόσωπα ("Επιτροπείες") βρισκόταν ουσιαστικά υπό τον έλεγχο του Δήμου, είχαν εκτελεστεί τα πρώτα απαραίτητα λιμενικά έργα, που παρείχαν τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της λιμενικής κίνησης της εποχής, που έφτανε περίπου τα 2500 πλοία και τους 1.500.000 τόνους εμπορευμάτων τον χρόνο - κσι από το 1898 είχε αρχίσει η κατασκευή των δύο εξωτερικών μόλων και των Μονίμων Δεξαμενών. Τα λυχνάρια που φώτιζαν τον Πειραιά, τα πρώτα χρόνια, αντικαταστάθηκαν διαδοχικά με τις λάμπες πετρελαίου, το φωταέριο (1878) και από τις αρχές του 20ου αιώνα (1903-04) σταδιακά με τον ηλεκτρισμό. τη φτώχεια και τον μαρασμό, την ανυπαρξία οικονομικής ζωής, διαδέχθηκε η ακμή και η άνθηση με τα πρώτα εργοστάσια (Βασιλειάδη, Τζων Μακ Δουάλ και Βάρβουρ, Ρετσίνα, Βολανάκη, Δηλαβέρη, Μεταξά, Μπαρμπαρέσου κ.α.) και τους μεγάλους εμπορικούς οίκους. Στον πνευματικό και καλλιτεχνικό τομέα σημειώθηκε αξιόλογη κίνηση. Και καθώς ανέτελλε ο 20ος αιώνας, που έμελλε να σταθεί μια ταραγμένη και κοσμογονική εποχή, που άλλαξε, κυριολεκτικά, τη ροή της ιστορίας, ο Πειραιάς είχε οριστικά κερδίσει τη μάχη της αναδημιουργίας και της προκοπής του. Είχε αναδειχθεί στο πρώτο λιμάνι και στην δεύτερη πόλη της Ελλάδας. Κι ακόμη ευρύτερη διαγραφόταν η προοπτική για τη χρονιά που θα ακολουθούςε - όπως και έγινε, με την εκπληκτική εξέλιξή του, στη διαδρομή του εικοστού αιώνα και ως τις μέρες μας.

                             
    Άγιος Σπυρίδωνας                   Τζάννειο Νοσοκομείο         Ζάννειο ορφανοτροφείο αρρένων              Ιωννίδειο Γυμνάσιο

Ο Πειραιάς του 20ου αιώνα:
Στις πρώτες τέσσερις δεκαετίες του εικοστού αιώνα η πόλη συνεχίζει σταθερά την ανοδική της πορεία ,σε όλους τους τομείς. Στο εμπόριο, τη βιομηχανία, τη ναυτιλία και - γενικά - στον χώρο της οικονομικής ζωής. ενώ παράλληλα αξιόλογες είναι οι επιτεύξεις και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Τούτο οφείλεται βασικά στην ομοιογένεια που διατηρεί, ιδιαίτερα ως το 1922, η πειραϊκή κοινωνία και στην έντονη προβολή μιας τοπικής συνείδησης, που σε τελευταία ανάλυση, διαμορφώνει και την ιδιαιτερότητα της όλης "φυσιογνωμίας" της πόλης. Μια ιδιαιτερότητα που είναι έκδηλη ακόμα και στην αισθητική των δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων της.
Με τη σταδιακή επέκταση του ηλεκτροφωτισμού, την ηλεκτροκίνηση του σιδηροδρόμου Αθηνών - Πειραιώς (1904) και των "τραμ" (1909), την ασφαλτόστρωση των κεντρικών οδών και πλατειών - την ίδια περίοδο - και την επίλυση του σοβαρότατου για την πόλη προβλήματος της υδροδότησης, μετά την κατασκευή του φράγματος του Μαραθώνα (1931), αντιμετωπίζονται αποφασιστικά άμεσες και πρακτικές ανάγκες των κατοίκων, με αισθητή βελτίωση της ποιότητας ζωής. Συγχρόνως , μετά την ίδρυση της "Επιτροπείας Λιμένος" (1911), εκτελούνται τα πρώτα μεγάλα από την εποχή της εθνικής παλιγγενεσίας έργα στο λιμάνι (1924-31), με τα οποία αρχίζει ουσιαστικά η προσπάθεια για τον εκσυγχρονισμό του. Και με τη ίδρυση του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (1930) επιλύεται οριστικά και το θέμα της διοίκησης και οργάνωσής του, πάνω σε στέρεες και - κυρίως - ορθολογιστικές βάσεις. Στο ενδιάμεσο αυτό διάστημα (1900-1930) η πόλη εξελίσσεται σημαντικά και μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα της περιόδου (1912-22, Βαλκανικοί πόλεμοι, Α' Παγκόσμιος, Μικρασιατική καταστροφή) έχει, κυριολεκτικά γιγαντωθεί.
Ιδιαίτερα, μετά το 1922, ο Πειραιάς γνωρίζει τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή "έκρηξη", με διπλασιασμό του πληθυσμού του, που φτάνει το 1928 τους 251.659 κατοίκους (1920 : 133.428 κατ.) μετά την άφιξη των προσφύγων από την Μικρά Ασία και την εγκατάστασή τους σε συνοικισμούς γύρω από τη παλιά πόλη - τους σημερινούς δήμους Νίκαια, Κερατσίνι, Δραπετσώνα κ.α. Η εγκατάσταση των προσφύγων παρά τα σοβαρότατα προβλήματα που αρχικά δημιούργησε και τα οποία - τελικά - με υπεράνθρωπες προσπάθειες ξεπεράστηκαν, μπορεί να συνετέλεσε σε κάποια αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης του τόπου, αλλά υπήρξε και χρήσιμη αλλά και παραγωγικά αποδοτική. Γιατί ενίσχυσε την οικονομία της χώρας με ένα αξιόλογο έμψυχο δυναμικό που η συμβολή του εκτιμήθηκε ως απόλυτα θετική για τα τοπικά και - ακόμη - για τα ευρύτερα εθνικά πλαίσια.
Η πολεμική περιπέτεια του έθνους (1940-44) είχε τις ανάλογες επιπτώσεις στην πόλη και το λιμάνι του Πειραιά. Ιδιαίτερα στο τελευταίο ήταν άμεσες και ανασχετικές στην απρόσκοπτη - ως τότε - λειτουργία του. Τα πολεμικά γεγονότα, όπως ο βομβαρδισμός από γερμανικά "στούκας" και η έκρηξη του "Κλαν Φρέυζερ" (6-4-1941), ο μεγάλος βομβαρδισμός του Πειραιά από τους "Συμμάχους" (11-1-1944) και η ανατίναξη των λιμενικών εγκαταστάσεων, κατά την αποχώρηση των Γερμανών (12-10-1944), είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη σχεδόν καταστροφή του λιμανιού, με ζημιές που, κατά σχετικές εκτιμήσεις της εποχής, υπολογίστηκαν σε 325.000.000 προπολεμικές δραχμές.
Μεγάλες ήταν και οι καταστροφές στην πόλη (κατάρρευση ενός Ιερού Ναού - της Αγίας Τριάδας - 684 δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων, 56 αποθηκών και εργοστασίων, 3000 πλινθόκτιστων και ξύλινων οικημάτων και σημαντικές ζημιές σε 2.070 δημόσια και ιδιωτικά κτίρια και 146 εργοστάσια και αποθήκες, ενώ βαρύτατος ήταν και ο φόρος αίματος που κατέβαλε ο Πειραιάς - οι θυσίες σε ανθρώπινα θύματα (15.000 περίπου νεκροί, από τους οποίους οι 11.000 από πείνα το φοβερό χειμώνα του 1941-42).
Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και μετά την αποκατάσταση των ζημιών στο λιμάνι και την πόλη, ο Πειραιάς άρχισε, ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, να ξαναβρίσκει τον συνήθη ρυθμό της ζωής του. Με την εκτέλεση σειράς έργων στο λιμάνι, που προσέλαβαν ευρύτερη έκταση μετά τις επαναστατικές αλλαγές που σημειώθηκαν στον χώρο των θαλασσίων μεταφορών με την εισβολή των CONTAINERS - και συνεχίζονται ως τις μέρες μας - δημιουργήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αναγκαία υποδομή σε εγκαταστάσεις και μέσα, ώστε να μπορεί τούτο να εξυπηρετεί άνετα την σταθερά αυξανόμενη κίνησή του σε μοναδοποιημένα φορτία (τα τελευταία διακινούνται από τον μεγάλο σύγχρονο Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων "Ελευθέριος Βενιζέλος", στο Νέο Ικόνιο).
Παράλληλα, στα μέσα της δεκαετίας του '50, άρχισε η προσπάθεια για την ανοικοδόμηση της πόλης, για να πάρει όμως διαστάσεις πραγματικής "κοσμογονίας", στον τομέα αυτό, από την επόμενη δεκαετία, με την ανέγερση πολυώροφων κτιρίων με επιβλητική κυριαρχία του "μπετόν" που, κάτω από την ασφυκτική πίεση των άμεσων αναγκών για στέγαση της εποχής πρόβαλε ίσως ως η μόνη λύση, αλλά που δυστυχώς είχε ως αποτέλεσμα τη ριζική αλλαγή της αισθητικής "φυσιογνωμίας" της πόλης.
Ελάχιστα είναι τα νεοκλασικά κτίρια που διασώθηκαν από την σκαπάνη της φθοράς και τα οποία ήδη αξιοποιούνται, ώστε ένα μέρος της πολιτισμικής μας αυτής κληρονομιάς να παραμείνει - τουλάχιστον - αλώβητο. Παρά όμως τις αισθητικές αλλοιώσεις που έχει υποστεί, με ορισμένες αρχιτεκτονικές ακρότητες και, φυσικά, παρά με την γειτνίαση με την Αθήνα, που σε πολλούς τομείς της τοπικής μας ζωής έχει επιδράσει ανασταλτικά, ο Πειραιάς, αυτή η σύγχρονη πλέον μεγαλούπολη, διατηρεί ως ένα σημείο - και τούτο είναι παρήγορο - την ιδιαιτερότητά του. Το τελευταίο στοιχείο, αν ενισχυθεί, όπως πιστεύεται με τις απαραίτητες "παρεμβάσεις" της τοπικής ηγεσίας για την δημιουργία περισσοτέρων "εστιών" πρασίνου και πολιτισμού, θα μπορέσει να αποτελέσει "πόλο έλξεως" μεγαλύτερου αριθμού δικών μας και ξένων προς τον Πειραιά.

1.3: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ

1.4: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΣΣΑΛΙΑΣ[6]
Η Μασσαλία ήταν γνωστή ως η πιο παλιά πόλη της Γαλλίας με ιστορία 5.000 ετών, στην οποία, πρόσφατα, ανακαλύφθηκαν ίχνη τειχών της νεολιθικής εποχής. Τα αρχαιολογικά ευρήματα εντοπίστηκαν σε ένα λόφο, τρία χιλιόμετρα από τη θάλασσα, που σήμερα φιλοξενεί έναν σταθμό.
Η πόλη ιδρύθηκε από τους Φωκαιείς το 600 π.Χ. Όπως ιστορεί ο Αντίοχος, όταν η Φώκαια κατακτήθηκε από τον στρατηγό του Κύρου, Άρπαγο, όσοι Φωκαιείς μπόρεσαν, επιβιβάστηκαν σε πλοία με επικεφαλής τον Κροαντιάδη και έφτασαν στην Μασσαλία. Οι Φωκαιείς έμαθαν μάλιστα στους κατοίκους της Προβηγκίας την καλλιέργεια της αμπέλου και της ελιάς.
Νεολιθικό χωριό στη Μασσαλία
 Τα ίχνη ενός νεολιθικού χωριού που χρονολογείται από το 8.000 π.Χ. ανακαλύφθηκαν στο κέντρο της Μασσαλίας που δημιουργήθηκε από τους Έλληνες Φωκαιείς πριν από 2.600 χρόνια.
Σε μια έκταση 2.300 τετραγωνικών μέτρων όπου οι Φωκαιείς καλλιεργούσαν αμπέλι, η αρχαιολογική σκαπάνη εντόπισε αρχαία τείχη, πινακίδες, εργαλεία από πέτρα και όστρακα, σε βάθος 4 έως 6 μέτρων.
Οι πρώτες έρευνες έδειξαν ότι το νεολιθικό χωριό αποτελείτο από καμιά δεκαριά σπίτια, αλλά οι αρχαιολόγοι δεν αποκλείουν να υπάρχουν ίχνη ακόμη και από 50 οικήματα.
Η τοποθεσία αποκάλυψε για πρώτη φορά τα μυστικά της τον περασμένο Μάιο όταν ο ιδιοκτήτης του σταθμού άρχισε τις εκσκαφές για την κατασκευή χώρων στάθμευσης. Το κόστος των αρχαιολογικών ανασκαφών για την πλήρη αποκάλυψη του νεολιθικού χωριού αναμένεται να ανέλθει σε 2 εκατομμύρια ευρώ.
Άγνωστες μορφές του Ελληνισμού: Ευθυμένης ο Μασσαλιώτης, εξερευνητής της δυτικής ακτής της Αφρικής
Έτος 580 π.Χ. Ο Ευθυμένης περπατάει πάνω κάτω στον Λακυδώνα, το πολύβουο λιμάνι της Μασσαλίας, επιβλέποντας και διατάσσοντας τους ναύτες του που φορτώνουν την πεντηκοντόρο με όλα τα αναγκαία για το μακρινό ταξίδι. Είναι σκεφτικός για το τι πρόκειται να συναντήσει στην έξω θάλασσα των αρχαίων Ελλήνων, τον σημερινό Ατλαντικό ωκεανό. Συλλογίζεται τις ιστορίες που λένε οι Φοίνικες για τα περίεργα πλάσματα - τέρατα που ζουν στα βαθιά μαύρα νερά του ωκεανού. Όμως, την ψυχή του δεν την φοβίζουν αυτά τα παιδικά παραμυθάκια των απατεώνων Φοινίκων εμπόρων. Οι ναύτες τελειώνουν με την φόρτωση των προμηθειών και η πεντηκοντόρος είναι έτοιμη να αποπλεύσει. Μαζί με τους υπόλοιπους Μασσαλιώτες, τον απόπλου παρακολουθούν και οι Τιμούχοι (οι 600 άρχοντες της Ιωνικής αριστοκρατίας) και αποχαιρετούν με μεγάλη συγκίνηση τους ναύτες. Ο Ευθυμένης ενθουσιασμένος που επιτέλους το όνειρό του έγινε πραγματικότητα, διατάζει τους ναύτες να κωπηλατούν πιο γρήγορα και να ανοίξουν τα πανιά, μιας και φυσάει ο κατάλληλος άνεμος. Ξανοίγονται στην Μεσόγειο με τους γλάρους για συντροφιά.
Παραπλέουν την Ιβηρική ακτή (Ισπανία) περνώντας από την Ρόδη (παλιά Ροδιακή αποικία) και το Εμπόριον (σημερινό Αμπουριάς) αποικία της Φώκαιας που είναι και μητρόπολη της Μασσαλίας. Ο ήλιος ρίχνει τα καυτά του βέλη στα σώματα των ναυτών καθώς αυτοί χαζεύουν τα καταγάλανα νερά που σκίζει η πεντηκοντόρος. Επόμενο λιμάνι τους, το Ημεροσκόπειον, αποικία της Φώκαιας και αυτή. Προμηθεύονται φρέσκο νερό, τρόφιμα και ξανοίγονται στο πέλαγος. Φτάνουν στην Μαινάκη, την τελευταία αποικία της Φώκαιας προς δυσμάς. Τώρα είναι μπροστά στις στήλες του Ηρακλέους (Γιβραλτάρ). Απ’ έξω ο Ευθυμένης κοιτάει τα αφρισμένα κύματα του ωκεανού να χτυπάνε τις ακτές. Το πλοίο βγαίνει από τις στήλες του Ηρακλέους, κατευθυνόμενο προς τα νοτιοδυτικά, παράλληλα με τις ακτές της Λιβύης (έτσι έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες την βόρεια Αφρική). Δίνει κατεύθυνση προς Νότο. Πουθενά όμως δεν βλέπει τα τέρατα που του είπαν ότι θα βρει στον Ατλαντικό, επιβεβαιώνοντας το προαίσθημα ότι επρόκειτο για παραμύθια. Ο Ευθυμένης παρατηρεί και καταγράφει τα πάντα στο πέρασμα του. Πολλές φορές αποβιβάζεται στην ακτή συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τον τόπο, τους ανθρώπους που κατοικούν εκεί, τα ζώα και τα φυτά που φύονται. Οι ναύτες είναι οπλισμένοι για παν ενδεχόμενο. Στην συνέχεια κατευθύνεται όλο και πιο νότια συναντώντας περίεργους ανθρώπους και ζώα.
Η πεντηκοντόρος φτάνει στις εκβολές ενός μεγάλου ποταμού, είναι ο ποταμός Σενεγάλης. Εκεί συναντάει για πρώτη φορά στο ταξίδι του ιπποπόταμους και κροκόδειλους, πιστεύοντας λανθασμένα πως είναι ο Νείλος ποταμός, επειδή μόνο εκεί γνωρίζει πως έχει τέτοια ζώα. Ο Ευθυμένης τα καταγράφει όλα θέλοντας να γράψει στο τέλος, μόλις θα επιστρέψει στην Μασσαλία, ένα βιβλίο με όλη την ιστορία του ταξιδιού. Το βιβλίο αυτό θα το ονομάσει «Περίπλου». Δυστυχώς, αυτό το μοναδικό του βιβλίο χάθηκε μέσα στην αχλή του χρόνου. Μετά από εδώ πήρε τον μακρύ δρόμο του γυρισμού, προς την πατρίδα του, την αρχόντισσα της δυτικής Μεσογείου, την Μασσαλία.
Φτάνει επιτέλους μετά από πολλούς κόπους στην πατρίδα του, οι Μασσαλιώτες υποδέχονται την πεντηκοντόρο με ενθουσιασμό και περιμένουν να ακούσουν από τον γενναίο εξερευνητή για όλα τα πράγματα που είδε. Αυτή είναι η ιστορία του άγνωστου εξερευνητή, γεωγράφου, ζωγράφου, πλοηγού και συγγραφέα που περιέπλευσε τις ακτές της βορειοδυτικής Αφρικής.
Άξιος διάδοχος του Ευθυμένη ήταν και ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης που εξερεύνησε 200-250 έτη αργότερα τις δυτικές ακτές της Ευρώπης και έφτασε μέχρι την Νορβηγία, την Ισλανδία και της νότιες ακτές της Γροιλανδίας.
Ίδρυση και αρχαία χρόνια
Η περιοχή κατοικείται από τη νεολιθική εποχή. Βρέθηκαν πρωτόγονες παρατάσεις σε υποβρύχιο σπήλαιο, που χρονολογούνται μεταξύ 27.000 και 19.000 π.χ. Ανασκαφές κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό έφεραν στην επιφάνεια πρωτόγονο τούβλινο οικισμό χρονολογούμενο από το 6.000 π.Χ. Η πόλη της Μασσαλίας ιδρύθηκε από Έλληνες Φωκαείς περί το 600 π.Χ., με άγνωστη την ακριβή ημερομηνία ίδρυσης. Σύμφωνα με θρύλους, ο Πρωτέας είχε φύγει από την πατρίδα του Φώκαια προκειμένου να ανακαλύψει στην Μεσόγειο θέσεις κατάλληλες για την ίδρυση εμπορικών κόμβων. Ανακάλυψε τυχαία στον κόλπο του Λακιντόν ένα ρεύμα γλυκού νερού προστατευόμενο από τη φύση του με δύο ακρωτήρια. Η ενδοχώρα κατοικείτο εκείνη την εποχή από διάφορες φυλές Λιγουρίων. Ο Πρωτέας, προσκλήθηκε από τον αρχηγό μιας φυλής, που μετά από συμπόσιο του πρόσφερε το χέρι της κόρης του Γκυπτίς σε γάμο. Ο Πρωτέας δέχτηκε και εγκαταστάθηκε με την σύζυγό του σε έναν λόφο βορειότερα. Αυτός ήταν ο πυρήνας ίδρυσης της μεγάλης μητρόπολης. Η Μασσαλία εξελίχθηκε σύντομα σε μεγάλη εμπορική αποικία, και ήταν η πρώτη πόλη - κράτος της αρχαίας Ελλάδας στο σημερινό πια Γαλλικό έδαφος. Ο πληθυσμός της ξεπέρασε κατά πολύ τους 1.000 κατοίκους. Την κλασσική εποχή βλέποντας τον κίνδυνο της συμμαχίας Ετρούσκων με Κέλτες εναντίον τους, οι κάτοικοι της αποικίας συμμάχησαν με τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία.
Η Μασσαλία ήταν το εμπορικό κέντρο διανομής κρασιού και σκλάβων μεταξύ των Γαλατών και των Ρωμαίων ως το 49 π.Χ., οπότε έχασε την ανεξαρτησία της μετά την κατάληψη της πόλης από τον Ιούλιο Καίσαρα. Τα ίχνη της παλιάς Ελληνικής πόλης χάθηκαν, αφού αντικαταστάθηκαν από τον πιο σύγχρονο Ρωμαϊκό οικισμό. Την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η Μασσαλία εξελίχθηκε συνεχώς σε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Την αποκλειστική εξουσία είχαν 15 σύμβουλοι που εκλέγονταν από 600 γερουσιαστές. Το μεγαλύτερο μερίδιο της εξουσίας ασκούσε το προεδρείο του συμβουλίου από 3 πρόσωπα. Οι νόμοι της πόλης απαγόρευαν την κατανάλωση του κρασιού στις γυναίκες. Ο χριστιανισμός εμφανίστηκε στην Μασσαλία από τον 1ο αι. μ.χ. Έχουν ανακαλυφθεί κατακόμβες κάτω από το λιμάνι, ενώ υπάρχουν αναφορές και για χριστιανούς μάρτυρες. Η Μαρία Μαγδαληνή ίδρυσε την επισκοπή της Μασσαλίας η οποία, το 1948 έγινε αρχιεπισκοπή.
Μεσαίωνας
Μετά την πτώση της Ρώμης η Μασσαλία έπεσε διαδοχικά στα χέρια Βησιγότθων, Οστρογότθων, και Φράγκων. ο Καρλομάγνος της έδωσε ιδιαίτερη σημασία, μετατρέποντας την στο σημαντικότερο εμπορικό κέντρο της αυτοκρατορίας του.
Μετά τον 10ο αιώνα η πόλη γνώρισε νέα ακμή υπό την φροντίδα των κομητών της Προβηγκίας. Εξεγέρθηκε (1262) υπό τον Ούγο ντε Βω κατά της κυριαρχίας των Ανδεγαυών με καταστολή της από τον Κάρολο Α’. Το (1347) η πόλη ήταν ένα από τα μεγαλύτερα θύματα της επιδημίας βουβωνικής πανώλης που σάρωσε την Ευρώπη τα δύο επόμενα χρόνια. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι η Μασσαλία ήταν το σημείο εισόδου της πανούκλας στην Ευρώπη. Από τους 90.000 κατοίκους της πόλης οι 50.000 - περισσότεροι από τους μισούς - πέθαναν από την θανατηφόρο επιδημία, κάτι που ήταν το μεγαλύτερο πλήγμα σε ολόκληρη την ιστορία της πόλης. Η παρακμή της πόλης ολοκληρώθηκε αργότερα (1423) μετά τις επιδρομές λεηλασίας των Αραγωνέζων.
Σύντομα ανέκαμψε όταν το (1437) ο κόμης της Προβηγκίας Ρενέ του Ανζού που διαδέχθηκε τον πατέρα του Λουδοβίκο Β’ του Ανζού έφτασε στην Μασσαλία και την έκανε το δεύτερο στρατιωτικό κέντρο της Γαλλίας μετά το Παρίσι. Στα ερείπια του παλιού πύργου του Μομπέρ έχτισε μια σειρά από αμυντικές οχυρώσεις, στοχεύοντας να την χρησιμοποιήσει σαν στρατιωτική βάση για την ανακατάκτηση του Βασιλείου της Σικελίας.
Ενσωματώθηκε στο Γαλλικό βασίλειο το 1481 αλλά επαναστάτησε αμέσως μετά. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Φραγκίσκος Α’ αποφάσισε να την επισκεφτεί (1511) από την περιέργεια του να δει έναν ρινόκερο που έστελνε σα δώρο ο βασιλιάς της Πορτογαλίας Μανουήλ Α' στον πάπα Λέοντα Ι'. Ναυάγησε, όμως, στη νησίδα του Ιφ, όπου έχτισε αμυντικές οχυρώσεις, που χρησίμευσαν λίγο αργότερα στην υπεράσπιση της πόλης από την επίθεση του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έναν αιώνα αργότερα, ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΔ΄ εκστράτευσε ο ίδιος, επικεφαλής του στρατού του, προκειμένου να αντιμετωπίσει μια εξέγερση κατά του τοπικού κυβερνήτη. Τοποθέτησε στρατιωτική φρουρά κτίζοντας δύο νέα φρούρια στο λιμάνι, τα φρούρια του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Ιωάννου.
Σύγχρονη ιστορία
Το 1720 η νέα μεγάλη επιδημία πανώλης, ο λεγόμενος μαύρος θάνατος, κόστισε την ζωή σε 100.000 ανθρώπους στην ευρύτερη περιοχή της πόλης. Ήταν από τις πόλεις που δέχτηκαν με τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό τη Γαλλική Επανάσταση το 1792, στέλνοντας πολλούς στρατιώτες στο Παρίσι, από τα πολεμικά εμβατήρια των οποίων προήλθε αργότερα ο Γαλλικός εθνικός ύμνος (Η Μασσαλιώτιδα).
Τον 19ο αιώνα γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη ακμή, ιδιαίτερα μετά την διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ το 1869. Στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν το κέντρο διοίκησης των εκτεταμένων Γαλλικών αποικιών. Εκεί έφτασε το 1934 ο βασιλιάς της Γιουγκοσλαβίας Αλέξανδρος Α’ προκειμένου να συναντήσει τον Γάλλο υπουργό εξωτερικών Λουί Μπαρτού, αλλά δολοφονήθηκε από τον επαναστάτη Βλάντα Γκεοργκιέφ.
Κοινωνία-θρησκεία
Η Μασσαλία είναι η πόλη με το μεγαλύτερο ποσοστό αλλοδαπών μεταναστών από οποιαδήποτε άλλη στη Γαλλία. Περισσότερο από το 1/3 του πληθυσμού της αποτελείται από μετανάστες, που κατακλύζουν την πόλη ήδη από τον 18ο αιώνα. Τα πρόσφατα μεταναστευτικά ρεύματα από χώρες της βόρειας Αφρικής έχουν συντελέσει ώστε το 25% του πληθυσμού της πόλης να αποτελείται από Αφρικανούς και Άραβες, με σημαντικά ποσοστά Ελλήνων, Ισπανών, Ιταλών, Τούρκων, Αρμενίων, Εβραίων και Κινέζων. Η κύρια θρησκεία που κυριαρχεί στην πόλη είναι η Καθολική (600.000), ακολουθούν Ισλαμιστές (200.000), Αρμενική αποστολική εκκλησία (80.000), Ιουδαίοι (80.000), προτεστάντες (20.000), Ορθόδοξοι (10.000) και Βουδιστές (3.000).
Έχει ήπιο μεσογειακό κλίμα με 10 βαθμούς μέσον όρο τους χειμερινούς μήνες, και 30 βαθμούς τους θερινούς.
























 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ  ΣΤΙΣ  ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΟΛΕΙΣ
2.1. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ[7]
Στη διάρκεια της ιστορίας της πόλης της Αθήνας αναπτύχθηκαν ποικίλα αρχιτεκτονικά ρεύματα. Επειδή η ανάπτυξη της Αθήνας ταυτίζεται απόλυτα με αυτήν του Πειραιά, θα μελετήσουμε τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της Αθήνας, που συμπίπτουν απόλυτα με του Πειραιά.
2.1.1: Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός της Αναγέννησης στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Όταν την Ευρώπη σάρωνε ο αέρας της Αναγέννησης, η Αθήνα ήταν ένα χωριό υπό τουρκική κατοχή. Η ανάπτυξη της πόλης άρχισε με την αναγόρευσή της σε πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους το 1833.
Χάρτης της Τουρκοκρατούμενης Αθήνας σχεδιασμένος από τον Coubault, περί το 1800. Εκτός από την κατοικημένη περιοχή, εντός των τειχών, περικλείονται μη οικοδομημένες εκτάσεις, χέρσες αλλά και καλλιεργημένες, προς τα βόρεια και τα βορειοανατολικά

 
Ο ερχομός του Όθωνα στην Ελλάδα σηματοδότησε την είσοδο του αρχιτεκτονικού ρεύματος του νεοκλασικισμού στην Αθήνα. Με αρκετή χρονική καθυστέρηση, μόλις το 1833 και με αρκετές παραλλαγές στο στυλ, τα Αναγεννησιακά ρεύματα της Ευρώπης πνέουν και στην Ελλάδα.
Η πραγματικότητα της εποχής ήταν μια Αθήνα κατεστραμμένη από τον πόλεμο στις ρίζες της Ακρόπολης. Ο πατέρας του Όθωνα, ο Βαυαρός Λουδοβίκος, ήθελε μια νέα πρωτεύουσα, αντάξια της παλιάς της δόξας. Οι αρχιτέκτονες Στ. Κλεάνθης και Ε. Σάουμπερτ ήταν εκείνοι που μελέτησαν το πρώτο χωροταξικό σχέδιο των Αθηνών, βασιζόμενοι στα Αναγεννησιακά πολεοδομικά πρότυπα Ευρωπαϊκών πόλεων.
              
            Η Αγορά το 1805                                    Η Πλάκα μετά την απελευθέρωση
Η σύνθεση που πρότειναν ήταν συμμετρική, με ένα κεντρικό οδικό άξονα που οδηγεί στην Ακρόπολη μέσω της οδού Αθηνάς. Τα ανάκτορα τοποθετήθηκαν μετωπικά του άξονα αυτού, με τα υπουργεία να τα πλαισιώνουν κι από τις δύο πλευρές. Ο κάναβος που χρησιμοποιήθηκε ήταν ο τριγωνικός. Το όλο σχέδιο βασίζεται σε δύο αρχές: την υπογράμμιση του νοητού άξονα του αρχαίου σταδίου, με τη δημιουργία της οδού Σταδίου που καταλήγει στα ανάκτορα και τη δημιουργία συμμετρικού άξονα της οδού Πειραιώς. Η Αθηνάς διχοτομεί τη γωνία Σταδίου – Πειραιώς και καταλήγει στη βιβλιοθήκη του Αδριανού , ενώ η Ερμού συμπληρώνει την Τρίτη πλευρά του τριγώνου. Πάνω στο τρίγωνο αυτό τοποθετείται ένα ορθογώνιο που σχηματίζουν τέσσερα βουλευάρτα, πλάτους 38 μέτρων. Η περιοχή αυτή του τετραγώνου είναι η πιο σημαντική της πόλης. Εκεί τοποθετήθηκε η επιβλητική Αγορά, μπροστά από τα ανάκτορα, με πυρήνα τον Κήπο του Λαού, σε μια χειρονομία ανάδειξης της στενής σχέσης μονάρχη και λαού, που, όμως, δεν υπήρξε ποτέ. Σύμφωνα με το σχέδιο, ομάδες από σημαντικά κτίρια τοποθετούνται πάνω στους μεγάλους κόμβους και προβλέπονται πολλοί κήποι και πλατείες.
Το τμήμα της πόλης από τον άξονα Αδριανού – Πανδρόσου – Ηφαίστου προσφέρθηκε για ανασκαφές, για την ανάδειξη του “τοπίου των αρχαίων Αθηνών”. Η Αθήνα, όπως την σχεδίασαν οι δύο αρχιτέκτονες κατελάμβανε χώρο 2.890 στρεμμάτων και είχε υπολογιστεί για πληθυσμό 35 – 40.000 κατοίκων, πράγμα που θεωρήθηκε υπερβολικό, αφού το 1835 η πόλη αριθμούσε μόλις 7.000 κατοίκους. Βέβαια η ανάπτυξη της πόλης γινόταν Σχέδιο Αθηνών των Κλεάνθη – Σάουμπερτ   με γοργούς ρυθμούς, ώστε το 1853 ο αριθμός των κατοίκων της να φτάσει τους 30.590.
Απλοποιημένη γεωμετρική απόδοση της προτεινόμενης, από τους Κλεάνθη-Scahubert, επέμβασης στην Αθήνα (με κόκκινες γραμμές οι οδοί και οι πλατείες, με συνεχή μαύρη γραμμή το όριο του τείχους Χασεκή και με διακεκομμένη το όριο του ήδη οικοδομημένου χώρου). Οι κύριοι άξονες σχηματίζουν ένα ισοσκελές τρίγωνο με τα Ανάκτορα στην κορυφή του και τα δύο σκέλη προσανατολισμένα προς τον Πειραιά και το Στάδιο, τα οποία φέρουν, ακόμη και σήμερα, τα αντίστοιχα ονόματα. Στο μέσον των σκελών οι δύο τετράγωνες πλατείες της Βόρσας (σημερινής Κουμουνδούρου/ Ελευθερίας) και Θεάτρου (σημερινής Κλαυθμώνος). Στις δύο γωνίες της βάσης οι δύο κυκλικές πλατείες του Κέκροπος (δυτικά, περίπου στη σημερινή διασταύρωση των οδών Πειραιώς και Ερμού) και των Μουσών (ανατολικά, στη σημερινή πλατεία Συντάγματος). Άνω αριστερά η κυκλική πλατεία των Στρατώνων (βορειοδυτικά, περίπου στη σημερινή διασταύρωση των οδών Αχιλλέως και Μυλλέρου)
Το σχέδιο των Κλεάνθη – Σάουμπερτ εγκρίθηκε τον Ιούλιο το 1833 και πριν τελειώσει ο χρόνος άρχισε να εφαρμόζεται. Μόλις όμως χαράχθηκαν οι γραμμές του επί του εδάφους και έγιναν αντιληπτές οι εκτάσεις που θα απαλλοτριώνονταν για την ανέγερση των δημοσίων κτιρίων, τη διαμόρφωση των πάρκων και του οδικού δικτύου, καθώς και για τις αρχαιολογικές ανασκαφές, ξέσπασε κύμα διαμαρτυριών από μέρους των ιδιοκτητών. Τον Μάιο του 1834 ο αντιβασιλιάς Μάουρερ επισκέφθηκε την πόλη για να μελετήσει επί τόπου την κατάσταση και βλέποντας τις αντιδράσεις, διέταξε την αναστολή των εργασιών στις 11 Ιουνίου 1834. Στη συνέχεια κλήθηκε ο Βαυαρός αρχιτέκτονας Κλένζε για να εξετάσει το όλο ζήτημα. Πρότεινε ένα Νέο Σχέδιο, ή μάλλον μια αναθεώρηση του αρχικού. Κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η μείωση της συνολικής έκτασης της πόλης, η μερική μείωση της έκτασης του χώρου των ανασκαφών, με όριο την οδό Αδριανού, ο περιορισμός του πλάτους των δρόμων και της επιφάνειας των πλατειών, καθώς και η κατάργηση των εντός της πόλης λεωφόρων, η περιστολή του φαινομένου της κατάτμησης της Παλαιάς Πόλης: αντί της χάραξης πλήθους νέων δρόμων, προτάθηκε η διευθέτηση των παλαιών δρομίσκων, με ελαφρές διαπλατύνσεις και ευθυγραμμίσεις εδώ και εκεί και, τέλος, η μεταφορά των Ανακτόρων και συνεπώς όλου του διοικητικού κέντρου βάρους της πόλης από την πλατεία Ομονοίας στα υψώματα του Κεραμεικού.
Το Σχέδιο Klenze εγκρίθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1834, ενώ ταυτόχρονα οριζόταν ότι την 1η Δεκεμβρίου, δηλαδή σε λιγότερο από δυόμισι μήνες, θα μεταφερόταν στην Αθήνα από το Ναύπλιο η έδρα του Κράτους. Το σχέδιο τέθηκε ευθύς αμέσως σε εφαρμογή. Οι τροποποιήσεις Σχέδιο Αθηνών του Κλένζε      του Κλένζε περιόρισαν τις δυσχέρειες, χωρίς όμως και να τις εξαλείψουν. Η έναρξη των κατεδαφίσεων για τη διάνοιξη των νέων οδών Αιόλου, Ερμού και Αθηνάς, προσέκρουσε στις αντιδράσεις των κατοίκων, προς τους οποίους η Κυβέρνηση δεν είχε παραχωρήσει νέα οικόπεδα σε άλλη θέση, κατά τα συμφωνημένα. Μπροστά στην αδυναμία της Κυβέρνησης να στηρίξει οικονομικά τις προβλεπόμενες απαλλοτριώσεις αποφασίστηκε, στις 11 Νοεμβρίου 1836, νέα μείωση του αρχαιολογικού χώρου, γνωστή ως τροποποίηση Χάνσεν - Σάουμπερτ. Άλλες τροποποιήσεις μικρότερης κλίμακας ακολούθησαν σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Το σχέδιο του Κλένζε καταργούσε τα προβλεπόμενα από τους Κλεάνθη-Σάουμπερτ βουλεβάρτα. Αντιθέτως προέβλεπε βουλεβάρτα τα οποία θα εκτείνονταν σε όλη την πόλη. Συγκεκριμένα προέβλεπε, από δυτικά προς τα ανατολικά, τα βουλεβάρτα των Κυκλάδων, της Κορίνθου, της Πελοποννήσου, των Δελφών, της Λοκρίδας, της Βοιωτίας και της Ευβοίας, ονομαζόμενα ανάλογα με τον προσανατολισμό του αντίστοιχου άκρου της Πόλεως. Από αυτά τα βουλεβάρτα, της Πελοποννήσου αντιστοιχούσε χονδρικώς προς τη σημερινή οδό Αχιλλέως αλλά παράλληλα προς τη σημερινή Μεγάλου Αλεξάνδρου, των Δελφών αντιστοιχούσε προς τη σημερινή οδό Σατωβριάνδου, της Λοκρίδας προς τη σημερινή Πανεπιστημίου, από την Ομόνοια μέχρι του ύψους της οδού Αμερικής, της Βοιωτίας αντιστοιχούσε περίπου προς τις Βαλαωρίτου και Ζαλοκώστα, και συνέχιζε εντός του χώρου των Ανακτόρων (που δεν προβλέπονταν εκεί αλλά στον Κεραμεικό) και τέλος της Ευβοίας αντιστοιχούσε περίπου προς τη σημερινή λεωφόρο Αμαλίας. Στην πράξη χαράχθηκαν μόνον τα βουλεβάρτα της Λοκρίδας και της Ευβοίας, τα οποία διαδέχονται το ένα το άλλο, σχηματίζοντας μια ενιαία λεωφόρο που αρχίζει από την πλατεία Ομονοίας και φτάνει ως τους στύλους του Ολυμπίου Διός, οι σημερινές Πανεπιστημίου και Αμαλίας.
 Όμως, παρέμενε εκκρεμές το ζήτημα της χωροθέτησης των Ανακτόρων. Εξετάστηκε προς στιγμήν και το ενδεχόμενο ανέγερσής τους πάνω στην ίδια την Ακρόπολη, η ιδέα όμως απορρίφθηκε και από τον ίδιο τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας. Τελικώς κλήθηκε ο βαυαρός Γκέρτνερ, με αποκλειστικό αντικείμενο τα Ανάκτορα. Ο Γκέρτνερ κατέληξε στην επιλογή του αυχένος μεταξύ Λυκαβηττού και Ακρόπολης και συνέταξε τα σχέδια για την ανέγερση των Ανακτόρων, εκεί όπου και τελικώς κτίστηκαν (σημερινή Βουλή), με ανάλογη διευθέτηση και του περιβάλλοντος χώρου.
Η τελική μορφή του σχεδίου των Αθηνών, μετά την παρέμβαση του Γκέρτνερ.
Άποψη της πόλης των Αθηνών, σε πίνακα του Richard Temple, όπως την αντίκρισαν ο λόρδος Βύρωνας και ο βαρώνος Hobhouse το έτος 1810. Στο αριστερό άκρο της εικόνας διακρίνεται η Πύλη του Αδριανού και στο δεξιό το Θησείο.

 
Άποψη της πόλης των Αθηνών, από τα Ανάκτορα προς την πλατεία Συντάγματος, περί το έτος 1845, σε πίνακα του Ulrich Halbreiter.

 
 
Όψιμο νεοκλασικό στον Πειραιά (αρχοντικό Μπλάτσιου) με έντονα Αναγεννησιακά στοιχεία




2.1.2: Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του Νεοκλασικισμού στην Αθήνα και τον Πειραιά
Μορφολογικά χαρακτηριστικά Νεοκλασικισμού ( 1750-1840 )
Ο Νεοκλασικισμός αναπτύχθηκε στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γαλλία από το τέλος του 18ου και τις δυο πρώτες δεκαετίες 19ου αιώνα. Πηγή έμπνευσης του Νεοκλασικισμού αποτέλεσαν τα ευρήματα από τις πρόσφατες ανασκαφές στην Πομπηία, μιας άριστα διατηρημένης αρχαίας ρωμαϊκής πόλης, με πολύχρωμα σπίτια  και περίτεχνα διακοσμημένα με τοιχογραφίες.
Περιγραφή: Οροφή νεοκλασική από τον αρχιτέκτονα Robert Adam  Το διεθνές στυλ γεννήθηκε ως απάντηση στα περίκομψα και διακοσμητικά αυλικά αισθητικά ρεύματα του Μπαρόκ και του Ροκοκό. Η ανερχόμενη μεσαία κοινωνική τάξη αναζητεί νέα ηθικά και αισθητικά πρότυπα και βρίσκει ενδιαφέρον στα λιτά πρότυπα της αρχαίας Ελλάδας, των Ετρούσκων,         Οροφή νεοκλασικού           της Αιγύπτου και της Ρώμης. Στην Αγγλία ο αρχιτέκτονας Robert  Adam (1728-1792) δημιουργεί ένα εκλεπτυσμένο νεοκλασικό στιλ, που σιγά-σιγά εξελίσσεται στην αντιγραφή αρχαίων διακοσμητικών στοιχείων, φτάνοντας στις αρχές του 19ου αι. στο στιλ regency (= αντιβασιλεία, 1811-1820).
Ο Νεοκλασικισμός φιλοδοξεί να αποκαταστήσει το αυστηρό ήθος της αρχαίας τέχνης και την αρμονία που πηγάζει από το μέτρο, την τάξη, τη συμμετρία, τις αναλογίες. Οι πρωταγωνιστές της Γαλλικής Επανάστασης, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους γνήσιους απογόνους των ηρώων της Αρχαιότητας, βρήκαν στον Νεοκλασικισμό την ιδανική έκφραση των ιδεών τους.
Ο  Νεοκλασικισμός, σε  ότι  αφορά  την  αρχιτεκτονική, εκδηλώθηκε  για  πρώτη  φορά  το  17ο  αιώνα  στην  Ιταλία,  για  να  εξαπλωθεί   το  18ο αιώνα  σε  όλη  σχεδόν  την  Ευρώπη,  με  κύρια  χαρακτηριστικά  τη  χρησιμοποίηση Νεοκλασικό στυλ σε έπιπλο  κιόνων (columns)  και  κιονόκρανων (capital),  αετωμάτων (pediments), ζωοφόρων (friezes) και  κλασικών  διακοσμητικών  μοτίβων.
Ο Νεοκλασικισμός στην Ελλάδα
Περιγραφή: Κίονες και κιονόκρανα σε νεοκλασικό κτίριο Στην  Ελλάδα  ο νεοκλασικισμός συμπίπτει  με  την  άφιξη  του  πρώτου  βασιλιά,  του  Βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα  (1833-1862 ). Στην Ελλάδα το νεοκλασικό στυλ αποκτά τη δική
του δυναμική και ιδιαιτερότητα, με κύρια χαρακτηριστικά την αναβάπτιση στα κλασικά πρότυπά του, την πλατιά αποδοχή του που ξεπερνά τα μνημειακά Νεοκλασικοί κίονες  κτίσματα και τα εύπορα στρώματα για να φθάσει ως την ευρεία μάζα του πληθυσμού και τέλος τη μακρά διάρκειά του, που φτάνει ως τον Μεσοπόλεμο.
Ο νεοκλασικισμός επέζησε στην Ελλάδα ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και πέρα από την επίσημη και μνημειακή τέχνη, επηρέασε βαθιά τη λαϊκή αρχιτεκτονική της εποχής. Όλη αυτή η κίνηση της αναβίωσης του αρχαίου Νεοκλασικό αέτωμα   ελληνικού ιδεώδους, είναι στη βάση της ρομαντική. Περιγραφή: Η ζωφόρος της Ακαδημίας Αθηνών σε νεοκλασικό στυλΑλλά για την Ελλάδα του
Περιγραφή: Το κτίριο της Βουλής στο Σύνταγμαπερασμένου αιώνα, ο ρομαντισμός αυτός έγινε πίστη ακλόνητη και οδήγησε στη Νεοκλασικό αέτωμα  δημιουργία ενός πλήθους αρχιτεκτονικών και καλλιτεχνικών έργων, σε μια καλλιτεχνική ακμή, της οποίας μόλις τώρα, μπορούμε να εκτιμήσουμε το μέγεθος και τις αρετές. 
Νεοκλασικός ρυθμός- Βουλή
Περιγραφή: zezou-saoubert                                      Περιγραφή: kleanthis
           Σάουμπερτ- Ζέζο                               Δημοτικό θέατρο Πειραιά -Λαζαρίμο                          Σταμάτης Κλεάνθης
Βασικός συντελεστής στην ανάπτυξη του νεοκλασικού κινήματος στην Ελλάδα υπήρξε, ο ερχομός διάσημων ξένων αρχιτεκτόνων και η σπουδή Ελλήνων αρχιτεκτόνων στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα ήρθαν οι Τσίλλερ, Σίνκελ, Κλένζε, Βάιλερ και Γκαίρτνερ, όλοι Γερμανικής προελεύσεως και οι Δανοί αδερφοί Θεόφιλος και Χριστιανός Χάνσεν. Από τους Έλληνες, ο ρομαντικός Σταμάτης Κλεάνθης και ο κλασικιστής Λύσανδρος Καυταντζόγλου, καθώς και οι Κάλκο, Ζέζο, Λαζαρίμο και ο Γάλλος Μπουλανζέ.
Ο Νεοκλασικισμός στην Αθήνα και τον Πειραιά
Νεοκλασικισμός: Είναι το αρχιτεκτονικό ρεύμα που επικράτησε στην μικρή ακόμη Αθήνα από το 1834 ως τη δεκαετία του 1920. Τα όρια της πόλης εκείνη την εποχή σχεδόν ταυτίζονταν με το σημερινό ιστορικό κέντρο της. Σαν κίνημα ο νεοκλασικισμός ήταν φορτισμένος με το ρομαντικό πνεύμα της “αρχαιολατρίας”, που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στη Δυτική Ευρώπη. Βασικός συντελεστής στην ανάπτυξη του νεοκλασικού κινήματος στην Αθήνα υπήρξε, ο ερχομός διάσημων ξένων αρχιτεκτόνων και η σπουδή Ελλήνων αρχιτεκτόνων στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα ήρθαν οι Τσίλλερ, Σίνκελ, Κλέντσε, Βάιλερ και Γκαίρτνερ, όλοι Γερμανικής προελεύσεως και οι Δανοί αδερφοί Θεόφιλος και Χριστιανός Χάνσεν. Από τους Έλληνες, ο Σταμάτης Κλεάνθης Βυζαντινό μουσείο ρομαντικός Σταμάτης Κλεάνθης και ο κλασικιστής Λύσανδρος         Καυταντζόγλου, καθώς και οι Κάλκο, Ζέζο, Λαζαρίμο και    ο Γάλλος Μπουλανζέ. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, αλλά κυρίως μετά το 1955 που άρχισε η άναρχη δόμηση των Αθηνών, αρκετά από αυτά τα κτήρια κατεδαφίστηκαν, ωστόσο κάποιες συνοικίες του ιστορικού κέντρου διατηρούν στοιχεία από τον γοητευτικό, νεοκλασικό τους χαρακτήρα.
                                             
           Θ. Χάνσεν, Πανεπιστήμιο                                                                           Θ. Χάνσεν, Αρχαιολογικό μουσείο
Εκλεκτικισμός: Τα τελευταία χρόνια του 19ου αι. ο αυστηρός νεοκλασικισμός εμπλουτίστηκε με τη ρομαντική αισθητική, κυρίως των γαλλικών αρχιτεκτονικών ρευμάτων. Έτσι, αν και ο αθηναϊκός κλασικισμός παρέμεινε κυρίαρχος, την περίοδο αυτή κτίστηκαν δημόσια και ιδιωτικά κτίρια σε πιο ανάλαφρο ύφος και με διακοσμητικές επιρροές από τις κυρίαρχες, τότε, δυτικοευρωπαϊκές μόδες. Σα ρεύμα ο εκλεκτικισμός επιχείρησε να παντρέψει τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία διαφόρων ρευμάτων σε ένα σύνολο.  Εκλεκτικιστικό κτίριο στην οδό Γκυιλφόρδου 7, Αθήνα
Art Nouveau: Παρά το γεγονός πως το ριζοσπαστικό αυτό κίνημα δεν βρήκε ευρεία εφαρμογή στην Αθήνα, από τη δεκαετία του 1920 αρκετοί Έλληνες αστοί από την Σμύρνη, την Αίγυπτο και την Κωνσταντινούπολη έκτισαν τις κατοικίες τους σε αυτό το ύφος. Έτσι, το ενιαίο, έως τότε, νεοκλασικό και εκλεκτικιστικό πρόσωπο της πόλης, “διερράγη” από σχετικώς λίγα, αλλά πολύ ενδιαφέροντα οικοδομήματα αυτής της τεχνοτροπίας.
Art Nouveau κτίριο στην Πλάκα
Μοντέρνο κίνημα: Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η Αθήνα άρχισε να αποκτά κτίρια ψηλότερα των δύο ή τριών ορόφων, που ήταν το κυρίαρχο ύψος μέχρι εκείνη την εποχή. Οι μικρές αυτές πολυκατοικίες, που έφτασαν ακόμα και στους έξι ορόφους, ενσωμάτωσαν μια ελληνική εκδοχή του διεθνούς μοντερνιστικού αρχιτεκτονικού ρεύματος (bauhaus, art deco). Χαρακτηριστικό “ιδίωμα” των κτιρίων αυτής της περιόδου (όπως και της προηγουμένης) είναι οι ημικυκλικές προεξοχές (έρκερ) και τα τονισμένα τμήματα των προσόψεων. Σήμερα, πολλά από τα κτήρια αυτά, αναγνωρίζονται διεθνώς ως σημαντικά δείγματα στην παγκόσμια ιστορία του μοντέρνου κινήματος.
Μεταπολεμική περίοδος (1950-2000). Μετά τον πόλεμο, ο πληθυσμός της Αθήνας αυξήθηκε ραγδαία, με αποτέλεσμα η ζήτηση για κατοικία να γίνει επιτακτική. Στη δεκαετία του 1950 και το πρώτο μισό του 1960, οι αρχιτέκτονες επέλεξαν τη χρήση μαρμάρου στις εξωτερικές όψεις, στηθαία και επιβλητικές εισόδους. Την περίοδο 1960-1975 (περίοδος ανοικοδόμησης) κυριάρχησε η “μαζική” και χωρίς χαρακτήρα κατασκευή “μοντέρνων” κτιρίων, που αλλοίωσαν τη φυσιογνωμία ιδιαίτερα των νεότερων συνοικιών της πόλης. Ωστόσο, κι αυτή την εποχή δεν έλειψαν οι περιπτώσεις εμπνευσμένων κατασκευών. Τις τελευταίες δεκαετίες και μετά από μια περίοδο στασιμότητας, η Αθήνα αποκτά σημαντικά νέα (κατά βάση, δημόσια) κτίρια, που δίνουν νέα αίγλη και αναβαθμίζουν περιοχές της πόλης, οι οποίες βρίσκονταν σε φάση απαξίωσης.
Το πρώτο και σημαντικό νεοκλασικό έργο ήταν το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο των Αθηνών, των Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Παρά όλες τις τροποποιήσεις από τον Κλεάνθη και τη μη ολοκληρωτική εφαρμογή του, το σχέδιο αυτό εξακολουθεί να υπάρχει στον κεντρικό πυρήνα της πρωτεύουσας. Αλλά και σε πολλές επαρχιακές πόλεις έγιναν νέα σχέδια με επιβλητικές πλατείες, μεγάλους άξονες και μνημειακές προοπτικές. Η Ερμούπολη, η Πάτρα, η Τρίπολη και η Ερέτρια, αποτελούν αξιόλογα παραδείγματα πόλεων σχεδιασμένων από τους αρχιτέκτονες του νεοκλασικισμού. Σημαντικότερη και περίοπτη θέση, κατέχουν τα μεγάλα νεοκλασικά κτίρια των Αθηνών και των άλλων ελληνικών πόλεων και οι μνημειώδεις ναοί της εποχής του νεοκλασικισμού. Σήμερα σώζονται αρκετά δημόσια κτίρια και εκκλησίες, έχουν όμως κατεδαφιστεί πλήθος μικρότερων κτιρίων και ιδιωτικών σπιτιών στην  ανεξέλεγκτη μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Από τα σωζόμενα κτίρια, που έχουν σήμερα το χαρακτήρα του μνημείου, είναι το Πανεπιστήμιο, έργο του Χριστιανού Χάνσεν, η Βιβλιοθήκη και η Ακαδημία των Αθηνών, έργα του Θεόφιλου Χάνσεν.
Τα κτίρια αυτά, αποτελούν ένα επιβλητικό σύνολο, αλλά διακρίνονται επίσης, το κάθε ένα, για την αρτιότητα των αναλογιών, τη σωστή τους κλίμακα, το ευγενικό ύφος και τον γλυπτικό τους διάκοσμο, κυρίως η Ακαδημία. Σημαντικό επίσης, κτιριακό συγκρότημα αποτελούν, τα τρία κτίρια του Πολυτεχνείου, έργο του Καυταντζόγλου. Επίσης το επιβλητικό κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων, του Γκαίρτνερ, το Ζάππειο με το ωραίο κυκλικό αίθριο, των Μπουλανζέ και Χάνσεν, το Αρσάκειο, του Λύσανδρου Καυταντζόγλου, το Αστεροσκοπείο του Θεόφιλου Χάνσεν, το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, του Μακρυγιάννη, το Βρεφοκομείο στην οδό Πειραιώς, το Αρχαιολογικό Μουσείο στην οδό Πατησίων, το κτίριο της Παλαιάς Βουλής στην οδό Σταδίου του Μπουλανζέ.
Εκτός από τα κτίρια που κατασκευάστηκαν, οι αρχιτέκτονες της εποχής σχεδίασαν και πολλά τα οποία έμειναν ανεκτέλεστα. Ο Κλέντσε, πρότεινε ένα σχέδιό του για τα Ανάκτορα στον Κεραμεικό, ενώ ο Θεόφιλος Χάνσεν σχεδίασε ανάκτορα για τον Γεώργιο Α' στον Πειραιά, δίπλα στη θάλασσα. Η πιο περίεργη πρόταση ήταν του Σίνκελ, να κτιστούν τα ανάκτορα του Όθωνα στην Ακρόπολη. 
Περιγραφή: xansen_xristianouΟ νεοκλασικισμός έγινε γενικά αποδεκτός και επηρέασε όλη την αρχιτεκτονική της εποχής, πέρα από τα δημόσια κτίρια. Τα αστικά και τα λαϊκά σπίτια της Αθήνας και των άλλων μεγάλων ελληνικών πόλεων, όπως Πειραιάς, Ερμούπολη, Πάτρα, Ναύπλιο, Ζάκυνθος, Χαλκίδα, Σπέτσες, Μυτιλήνη, Λαύριο, ακολούθησαν το γενικό πνεύμα και κτίστηκαν σύμφωνα με τις αντιλήψεις του νεοκλασικισμού. Σε Χριστιανός Χάνσεν    αυτά τα σπίτια μπορεί κανείς να βρει μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά στοιχεία της εποχής αυτής, στοιχεία που έχουν χάσει την ακαδημαϊκή τους αυστηρότητα και έχουν μεταπλαστεί, σύμφωνα με το πηγαίο καλλιτεχνικό αίσθημα του τεχνίτη. Πολλές φορές η κλίμακα υποφέρει και τα ρυθμολογικά στοιχεία είναι ελλιπή ή ανακόλουθα, τα επίκρανα των παραστάδων γίνονται πήλινα αντί μαρμάρινα, για να στοιχίζουν φθηνότερα, όπως πήλινοι είναι οι θαυμάσιοι ανθεμωτοί ακροκέραμοι, τα κολωνάκια των στηθαίων και τα αγάλματα. Τα κύματα δεν λαξεύονται σε πέτρα ή μάρμαρο, αλλά γίνονται τραβηχτά στον σοβά και αλλάζουν μορφή.
Τα λαϊκά νεοκλασικά έργα που υπάρχουν σκορπισμένα σε κάθε ελληνική γωνιά, έχουν μια ομορφιά και μια ποιότητα καλλιτεχνική, που όχι μόνο δείχνει ένα ενιαίο πνεύμα, αλλά και μια σπάνια ευαισθησία στη χρησιμοποίηση αυτών των αυστηρών και μακρινών μορφών, που ξαφνικά έγιναν και πάλι οικίες και δια μέσου των οποίων δημιουργήθηκε μια νεοελληνική καλλιτεχνική αναγέννηση. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί, πως η Ελλάδα και οι πολίτες της, ξόδεψαν τεράστια για την εποχή ποσά, για να στολίσουν την πρωτεύουσα και τις άλλες πόλεις με καλλιμάρμαρα κτίρια, γεμάτα γλυπτά και ζωγραφικά έργα, αλλά και αμέτρητα μικρά σπίτια, που έκαναν ότι μπορούσαν για να συμβαδίσουν με τα πρότυπά τους, στην κοινή προσπάθεια να φτάσουν το όραμα μιας νέας, αντάξια της αρχαίας πατρίδας.
Το «πρότυπο» του αθηναϊκού   νεοκλασικισμού
∆ηµόσια κτίρια & Αστικά µμέγαρα (µέσα 19ου αι.)
Χαρακτηριστικά:
• Τρίµερης κάτοψη: συµµετρική διάταξη µε κεντρικό προθάλαμο και παράταξη χωρών εκατέρωθεν
• Κεντρικό κλιμακοστάσιο: µνηµειακή έκφραση
• Τρίµερης οργάνωση της όψης σε αντιστοιχία µε την κάτοψη, το κεντρικό µέρος σε ελαφρά προεξοχή
Αρχές οργάνωσης των όψεων:
-Τρίµερης οριζόντιος διαχωρισµός σε βάση, κορµό και στέψη
-Συμμετρία
-Αξονικότητα
-Ρυθµική επαναληπτικότητα (άξονες ανοιγμάτων)
Συχνά εµφανίζονται έκκεντρες είσοδοι και πλάγιοι  άξονες µε ελαφρές διαφοροποιήσεις των επιπέδων της όψης  για να λειτουργούν ως  αυτόνοµες  µορφολογικές ενότητες
Η διάρθρωση των όγκων:
-Κεντρική προεξοχή
-πλάγιες πτέρυγες
-ασύμμετρη πλάγια υποχώρηση
-κυλινδρική γωνιακή άρθρωση
Αυτή η διάκριση επιπέδων και όγκων εξυπηρετεί την εφαρμογή των αυστηρών µμορφολογικών κανόνων στο κέλυφος. ∆ηµιουργούνται επιµέρους µμορφολογικές ενότητες που συντίθενται  µεταξύ τους σε περίπλοκα σύνολα
Αρχές οργάνωσης των όψεων  - τυπολογία – Αθήνα:
Περιγραφή: C:\Users\Leandros - Eirini\Desktop\image011.jpgΌψη νεοκλασικού








Ο ρυθµός:
Τα εφαρμοσμένα ρυθµολογικά στοιχεία του  νεοκλασικισμού προσέγγισαν τα αρχαία συστήµατα µορφών µε µια «διακριτική αφαίρεση». Μάλιστα παρατηρείται προτίµηση στο κλασσικό ιωνικό σύστηµα:

Ο Ιωνικός ρυθμός
1: τύμπανον
2: ακρωτήριο
3: γείσο καταέτιο
4: γείσο
7: ζωφόρος
13: επιστύλιο
14: κιονόκρανο
17: κίονας
18: αυλάκια
19: στυλοβάτης
20: κοχλίας
21: αστράγαλος
23: σπείρα
24: δακτύλιοι
 

 
Περιγραφή: C:\Users\Leandros - Eirini\Desktop\%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BFIonic.jpg
Ιωνικός κίονας τα μέρη  του
Ο οριζόντιος διαχωρισµός βάση – κορµός – στέψη σχετίζεται άµεσα µε το διάκοσµο Ο ρυθµολογικός διάκοσµος αναπτύσσεται στον όροφο (κορµός – στέψη) ενώ το υπόλοιπο σώµα του κτιρίου χρησιμοποιείται ως «οπτικό βάθρο»  της σύνθεσης (βάση). Συχνά η βάση για να αποκτήσει τη στιβαρότητα ενός «βάθρου» που φέρει το ρυθµό διαμορφώνονταν επίπλαστα ως ισόδοµη τοιχοποιία ή έφερε γωνιόλιθους.
Η ζώνη του «ρυθµού» - ανώτερος όροφος:
Στην πλήρη εφαρμογή των ρυθµολογικών χαρακτηριστικών παρατηρείται χρήση παραστάδων που τονίζουν την κατακόρυφη οργάνωση των όψεων και «φέρουν»  τον υπερκείμενο θριγκό (επιστήλιο – ζωφόρος). Πάνω από τον θριγκό προβάλλει το προεξέχον γείσο το οποίο ορίζει και την επίστεψη του κτιρίου είτε αυτή ολοκληρώνεται µε αετωµατική απόληξη είτε όχι.
Το όλον και το µέρος - Η συνθετική λογική της µορφολόγησης:
- Διάρθρωση επιµέρους ενοτήτων µε αυστηρή εσωτερική νομοτέλεια είτε πρόκειται για διακριτούς όγκους είτε για ανεξάρτητες όψεις ή τµήµατα όψεων.
- Κάθε ενότητα παρουσιάζεται αυτοτελής ρυθµολογικά και ενταγμένη µέσα στη γενική σύνθεση
- Ακόµα και τα επιµέρους δοµικά στοιχεία όπως τα ανοίγματα παρουσιάζουν  ρυθµολογική αυτοτέλεια είτε µεµονωµένα είτε σε συμπλέγματα.
 ΑΘΗΝΑ-ΠΕΙΡΑΙΑΣ: Αντιπροσωπευτικά κτίρια της εποχής
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
http://www.in2life.gr/features/notes/articles/219023/527163_axyTiog2XeQ.imgΤο μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών αποτελεί το ένα από τα μέρη της "αρχιτεκτονικής τριλογίας", Mουσείο (Eθνική Bιβλιοθήκη) - Πανεπιστήμιο - Aκαδημία, που σχεδίασε το 1859 ο Δανός αρχιτέκτονας Θεόφιλος Χάνσεν (1813-1891), νεότερος αδελφός του αρχιτέκτονα του Πανεπιστημίου Κρίστιαν Χάνσεν. Θεωρείται το σημαντικότερο έργο του και ένα από τα ωραιότερα νεοκλασικά οικοδομήματα του κόσμου. Πηγή έμπνευσης του αρχιτέκτονα ήταν η κλασική αρχιτεκτονική του αθηναϊκού 5ου αιώνα, όπως εμφανίζεται με τα μνημεία της Ακρόπολης. Eιδικότερα ο Χάνσεν έλαβε τα στοιχεία ιωνικού ρυθμού που κυριαρχούν στο οικοδόμημα της Aκαδημίας από το κομψοτέχνημα του Eρεχθείου. Στο γλυπτικό και ζωγραφικό διάκοσμο του μεγάρου συγκεφαλαιώνεται όλη η αρχαία ελληνική παράδοση και συγχρόνως εκφράζονται τα χαρακτηριστικά του παρόντος και τα οράματα του Eλληνισμού της εποχής.
Η Ακαδημία Αθηνών ολοκληρώθηκε το 1887 και φημίζεται για το μεγάλο αέτωμα της ιωνικής εισόδου, καθώς και για τα αγάλματα του περίβολου από τον γλύπτη Δρόση.  Δεσπόζουν τα αγάλματα της Αθηνάς και του Απόλλωνα, καθώς και του Σωκράτη και Πλάτωνα που στοχάζονται.
Αρχείο:National Library of Athens.jpgΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Το κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης οικοδομήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα. Χαρακτηριστικό του είναι ότι απαρτίζεται από τρία επιμέρους οικοδομήματα, από τα οποία το μεσαίο που είναι και το μεγαλύτερο στεγάζει το αναγνωστήριο. Το πιο εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό στοιχείο του κτιρίου είναι η είσοδός του, με τη διπλή σκάλα αναγεννησιακού ρυθμού που οδηγεί στο πρόπυλο. Το αναγνωστήριο έχει περιμετρικούς κίονες δωρικού ρυθμού και γυάλινη οροφή.
Το κτίριο σχεδιάστηκε από τον Θεόφιλο Χάνσεν, κατασκευάσθηκε κατά το διάστημα μεταξύ 1887-1902 και θεωρείται αντιπροσωπευτικό δείγμα του ώριμου νεοκλασικισμού.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
http://old.uoa.gr/uoagr/images/univ.jpgΤο τελευταίο από τα εντυπωσιακά κτίρια της Νεοκλασικής Τριλογίας είναι το Πανεπιστήμιο των Αθηνών.
Σχεδιάστηκε από τον Κρίστιαν Χάνσεν και αποτελείται από ένα σύνολο επιμέρους κτιρίων που συνδέονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα διπλό Τ και δύο αυλές. Η πρόσοψή του παρουσιάζει μια αυστηρή συμμετρία που τονίζεται με το ιωνικό πρόπυλο. Οικοδομήθηκε κατά τα έτη 1839 – 1864 και τα σχέδιά του είναι επηρεασμένα από την αισθητική του πρώιμου νεοκλασικισμού. Εντυπωσιακές είναι και οι τοιχογραφίες της πρόσοψης με τα κλασικά θέματα. Αξιοπρόσεκτο είναι και το σιντριβάνι αλλά και η κυκλική σκάλα. Το εσωτερικό του κτιρίου κοσμείται από υπέροχες τοιχογραφίες, και αγάλματα.
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgh0hAqnJJi0YpR8A2g0KUoazbsgEDytke6x7A379MiYJ-ft0ewuwxdjM99mdLNU3EHVGKc9yvpQvsfG7xZcnktlhhPfFXfod-MJkMVbPrtRJqI80QM3MdTZKUy3b7jF69qyXfppkmSIr8/s1600/elliniko_koinoboulio.jpgΤο επιβλητικό κτήριο της Βουλής των Ελλήνων έχει μακρά ιστορία που συνδέεται άμεσα με την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Αρχικά Ανάκτορα του Όθωνα και του Γεωργίου, μετατράπηκε έναν αιώνα μετά την κατασκευή του σε κτήριο της Βουλής και της Γερουσίας. Σήμερα είναι η Βουλή των Ελλήνων, ένα διαχρονικό σύμβολο που αποτελεί μέρος της συλλογικής μνήμης. Το ίδιο το κτήριο στο πέρασμα των χρόνων άλλαξε, προσαρμόστηκε, εκσυγχρονίστηκε. Ως τοποθεσία ανέγερσης των Ανακτόρων του Όθωνα επιλέχθηκε ο λόφος της Μπουμπουνίστρας. Θέση κομβική, σημείο κεντρικό της νέας πρωτεύουσας, ασφαλές και δροσερό, να αντικρίζει την Ακρόπολη και τις παρυφές της Αθήνας. Η πρόταση προήλθε από τον διευθυντή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και επίσημο αρχιτέκτονα της βαυαρικής αυλής Φρίντριχ φον Γκαίρτνερ.
Στις 6 Φεβρουαρίου 1836 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος στο υψηλότερο ανατολικό άκρο της πόλης. Τον επόμενο μήνα στην οικοδομή δούλευαν 520 άτομα. Στρατός και τεχνίτες, Γερμανοί αρχιτέκτονες, Γερμανοί, Έλληνες και Ιταλοί μάστορες συνεργάστηκαν στην κατασκευή. Με την ευκαιρία αυτή ξαναλειτούργησαν και τα αρχαία λατομεία στην Πεντέλη.
Με σεβασμό στην κληρονομιά της αρχαίας Αθήνας και εδραιώνοντας τις αρχές της αναγέννησης του αστικού κλασικισμού, ο Γκέρτνερ σχεδίασε ένα λιτό, λειτουργικό και συμπαγές κτήριο. Είχε πρόσβαση από όλες τις πλευρές του, με τέσσερις εξωτερικές πτέρυγες που η καθεμία διέθετε τρεις ορόφους, μια μεσαία πτέρυγα με δύο πατώματα και δύο αυλές και κλιμακοστάσια που διευκόλυναν την επικοινωνία μεταξύ των ορόφων.
ΜΕΓΑΡΟ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ
Αρχείο:Deligiorgis house.jpgΤο Μέγαρο Δεληγιώργη κτίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 σε σχέδια του Γερμανού αρχιτέκτονα Έρνστ Τσίλλερ (Ernst Ziller, 1837 - 1923). Το διώροφο αυτό μέγαρο συνδυάζει νεοκλασικά με αναγεννησιακά στοιχεία. Η κύρια είσοδός του προς την οδό Κανάρη, με τη μαρμάρινη σκάλα, εντυπωσιάζει με το υπερυψωμένο πρόπυλο με τα τοξωτά ανοίγματα και αντανακλά αναγεννησιακές επιδράσεις. Μέχρι πολύ πρόσφατα, το Μέγαρο Δεληγεώργη στέγαζε την «Ταινιοθήκη της Ελλάδος», ενώ υπήρξε κατοικία και γραφείου του επί έξι φορές Πρωθυπουργού της Ελλάδας Επαμεινώνδα Δεληγιώργη (1829 – 1879).
Αρχείο:Old Greek Parliament Athens.jpgΜΕΓΑΡΟ ΠΑΛΑΙΑΣ ΒΟΥΛΗΣ
Το Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής είναι ένα νεοκλασικό κτήριο το οποίο βρίσκεται στην οδό Σταδίου στην Αθήνα. Είναι ένα
εντυπωσιακό κτήριο και αποτελεί ένα από τα ιστορικότερα κτίσματα της πόλης. Στην πλατεία μπροστά από το μέγαρο βρίσκεται το άγαλμα του αρχιστρατήγου της Επανάστασης του 1821, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
http://www.ntua.gr/ntua_old.jpgΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ – ΚΤΙΡΙΟ ΑΒΕΡΩΦ
Το "κτίριο Αβέρωφ" είναι ένα νεοκλασικό που εγκαινιάστηκε το 1873, σχεδιαστής του οποίου ήταν ο αρχιτέκτονας Λύσανδρος Καυταντζόγλου. Αποτελεί το προγενέστερο κτίσμα του συγκροτήματος, και βρίσκεται επί της οδού Πατησίων. Στέγαζε τις σχολές του πολυτεχνείου μέχρι να μεταφερθούν στο νεώτερο συγκρότημα του Ζωγράφου. Πήρε το όνομα του Εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, λόγω της χορηγίας που έκανε για την επέκταση του ιδρύματος, ενώ αντίστοιχα το Πολυτεχνείο ονομάστηκε Μετσόβιο χάρη στους μετσοβίτες χοργηγούς του, ο οποίοι ήταν πλην του Αβέρωφ, ο Ν.Στουρνάρης και Ε.Τοσίτσας, ονόματα που έχουν πάρει οι κάθετοι στην Πατησίων, περιμετρικοί δρόμοι του συγκροτήματος.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Το Δημοτικό Θέατρο -σήμα κατατεθέν της πόλης του Πειραιά- θεωρείται σήμερα ένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα της δημόσιας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Εργο του αρχιτέκτονα Ιωάννη Λαζαρίμου, θεμελιώθηκε το 1884 από τον δήμαρχο Αριστείδη Σκυλίτση Ομηρίδη και εγκαινιάστηκε έντεκα χρόνια αργότερα, το 1895. Στην πλατεία, στα θεωρεία και στους εξώστες χωρούσαν 1.300 – 1.500 θεατές.
2.1.3: Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός Bauhaus στην Αθήνα και τον Πειραιά[8]
Η τέχνη Bauhaus(=οικοδόμηση σπιτιού) δημιουργήθηκε στα μισά του 20ου αιώνα. Ο ρυθμός αυτής της τέχνης διαφέρει απ’ τις άλλες τέχνες στα χαρακτηριστικά. Την περίοδο εκείνη ο ρυθμός αυτός χρησιμοποιούνταν σε πολλά κτίρια και σε σπίτια.
Χαρακτηριστικά:
1) συνδυασμός γεωμετρικών οργάνων όπως π.χ. τετράγωνο, κύβος, τρίγωνο, κύκλος
2)χρήση βασικών χρωμάτων: κόκκινο, κίτρινο, μπλε
3) λειτουργικότητα του χώρου
4) εμφανείς σκελετοί – δίνουν έμφαση στο σχεδιασμό και την κάτοψη.
Το 1913 δημιουργήθηκε η σχολή αρχιτεκτονικής, Bauhaus, η οποία αξιολογήθηκε ως η σημαντικότερη σχολή  και ιδρυτής της σχολής ήταν ο αρχιτέκτονας της Αμερικανικής Πρεσβείας,
Walter Gropius (Βαλτερ Γκροπιους). H σχολή του Bauhaus ιδρύθηκε στη συντηρητική πόλη της Βαϊμάρης και αρχικά αποτέλεσε ένα είδος συγχώνευσης της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βαϊμάρης (γερμ. Grossherzogliche Sächsische Σχολή Bauhaus                                         Hochschule für Bildende Kunst) με την Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βαϊμάρης (γερμ. Kunstgewerbeschule).
Ο απώτερος σκοπός του Walter Gropius ήταν να αποτελέσει μια ενιαία σχολή τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στις καλές τέχνες. Βασική αρχή της σχολής ήταν το ανοιχτό πνεύμα μπροστά στις νέες προκλήσεις της εποχής.  Μεταξύ των πρώτων που δίδαξαν στη σχολή ήταν οι ζωγράφοι Γιοχάνες Ίτεν, Λάιονελ Φάινινγκερ, Πάουλ Κλέε και Βασίλι Καντίνσκι, καθώς και οι γλύπτες Γκέρχαρντ Μαρκς και  
Walter Gropius     Όσκαρ Σλέμερ. Το πρόγραμμα σπουδών περιλάμβανε ένα αρχικό προπαρασκευαστικό στάδιο διάρκειας έξι μηνών και στη συνέχεια ακολουθούσε μία τριετής περίοδος φοίτησης, κατά την οποία οι σπουδαστές εκπαιδεύονταν πρακτικά σε εργαστήρια.
Το ύφος της σχολής Bauhaus επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης ειδικότερα στους τομείς της αρχιτεκτονικής και του βιομηχανικού σχεδιασμού (design), ενώ τα έργα που παράχθηκαν μέσα από τα εργαστήρια της σχολής έγιναν αντικείμενα εκτεταμένης αναπαραγωγής.   Ανάμεσα στις κεντρικές ιδέες που προώθησε η σχολή, ήταν η χρήση της τεχνολογίας για καλλιτεχνικούς σκοπούς, η απουσία διάκρισης μεταξύ καλών και εφαρμοσμένων τεχνών, καθώς και η αναγκαιότητα της σφαιρικής διδασκαλίας όλων των μορφών τέχνης. O Gropius ανέλυσε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολής και τόνισε την αναγκαιότητα κατάργησης της διάκρισης μεταξύ σπουδαστών στην τέχνη και στην τεχνική κατάρτιση, με όραμα τη δημιουργία ενός νέου τύπου κτιρίου του μέλλοντος, το οποίο θα συνδύαζε την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη ζωγραφική σε μία ενιαία φόρμα.
Μερικά κτίρια επηρεασμένα από την τέχνη Bauhaus είναι :
1)      Στην οδό Βασιλείου Γεωργίου Β’, 17-19 κ’ Ρηγίλλης: Ιωάννης Δεσποτόπουλος, σημαντικός αρχιτέκτονας, φοίτησε στη σχολή Bauhaus.
2)      Στη Λεωφόρο Μεσογείων 152, το νοσοκομείο ‘’Σωτηρία’’
3)      Στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, 28 διαμερίσματα εργατικών σπιτιών που δημιουργήθηκαν για την κάλυψη των αναγκών των προσφύγων: Κίμων Λάσκαρης, Δημήτριος Κυριάκου- αρχιτέκτονες του κτιρίου, φοίτησαν στη σχολή Bauhaus.
4)      Στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, η Αμερικανική Πρεσβεία: Walter Gropius, αρχιτέκτονας και ιδρυτής της Bauhaus σχολής.
Λίγο αργότερα εκείνης της εποχής, οι ναζί κατέβαλαν τη χώρα και τελικά η σχολή Bauhaus έκλεισε λόγω των ναζιστικών μέτρων που υπήρχαν. Μετά την πολιτική απόφαση διακοπής της λειτουργίας της σχολής στη Βαϊμάρη, αρκετές γερμανικές πόλεις εξέφρασαν ενδιαφέρον να φιλοξενήσουν τη σχολή Bauhaus, μεταξύ αυτών το Μόναχο, το Αμβούργο, το Ντάρμσταντ και η Φραγκφούρτη, προκειμένου να συνεχιστεί το έργο της. Τελικά, η σχολή μεταφέρθηκε στο Ντεσάου, πόλη περισσότερο προοδευτική και βιομηχανική. Το κτίριο της σχολής στο Ντεσάου, καθώς και οι κατοικίες των δασκάλων που σχεδίασε ο Gropius , αποτέλεσαν την επιτομή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη Γερμανία και κατατάσσονται στα σημαντικότερα κτίρια του 20ού αιώνα. Η αλλαγή στην έδρα της σχολής συνοδεύτηκε από βαθύτερες διαφοροποιήσεις στον τρόπο λειτουργίας της. Η διάρκεια του προπαρασκευαστικού μαθήματος διπλασιάστηκε, ενώ ο αριθμός των εργαστηρίων μειώθηκε με την κατάργηση του εργαστηρίου κεραμικής.
Φωτογραφίες με κτίρια Bauhaus :
                     

2. 2. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΣΣΑΛΙΑ
Η ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής στο Παρίσι και τη Μασσαλία υπήρξε παράλληλη. Για αυτό το λόγο, ότι αναφέρεται στην αρχιτεκτονική της γαλλικής πρωτεύουσας ισχύει και για τη Μασσαλία.
2.2.1 : Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός της Αναγέννησης στο Παρίσι και τη Μασσαλία
Πολεοδομικός σχεδιασμός και αστικό τοπίο
“Το αστικό τοπίο είναι καθρέφτης και εξέλιξη της πόλης, της μορφής και της μεταμόρφωσης του χώρου της. Είναι η φυσιογνωμία της πόλης, η εικόνα και η φαντασία της στο χρόνο, την καθημερινή ζωή και τον ορίζοντα” (Ανανιάδου – Τζημοπούλου, 1992).

Στον αστικό χώρο η Αναγέννηση φέρνει άλλες δομές και αντιλήψεις. Μέχρι τότε, και συγκεκριμένα στο μεσαιωνικό αστικό τοπίο, οι πόλεις παρουσιάζονται πυκνοδομημένες και στενάχωρες. Αιτία αυτού του φαινομένου υπήρξε η ανάγκη να χωρέσει ολόκληρη η πόλη μέσα σε υψηλά τείχη, προκειμένου να προστατευθεί από εχθρικές επιδρομές. Έτσι οι πόλεις του Μεσαίωνα δεν έχουν καθόλου πράσινο, αντίθετα είναι πυκνοδομημένες, με στενούς δρόμους. Ανοίγματα μπορεί κανείς να συναντήσει σε διασταυρώσεις κάποιων μεγάλων δρόμων, την πλατεία της εκκλησίας και του δημαρχείου. Κατά την Αναγέννηση, εμφανίζεται η αλλαγή της αντίληψης της πόλης και του αστικού τοπίου, από τον κλειστό και συμβολικό χώρο στον απεριόριστο. Η αλλαγή αυτή ξεκινά από τις ιταλικές πόλεις.
Η Γαλλία είχε την πρώτη επαφή με την Αναγέννηση κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Καρόλου του Η΄ εναντίον της Ιταλίας, το 1494, όταν οι στρατιές του έφτασαν, μέσω των πεδιάδων της Λομβαρδίας, μέχρι την        Ιταλική Αναγέννηση-τοπίο    Νάπολη. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, ο Φραγκίσκος ο Α΄ έμπαινε στο Μιλάνο επικεφαλής του στρατού του. Αυτές οι δύο εκστρατείες άλλαξαν τις πολιτιστικές κατευθύνσεις της Γαλλίας, αφού οι Γάλλοι στρατιώτες, προερχόμενοι από ένα μεσαιωνικό, ακόμη, περιβάλλον εντυπωσιάστηκαν τόσο, ώστε να  επιβάλλουν την είσοδο Ιταλών αρχιτεχνιτών στη Γαλλία υιοθετώντας έτσι τις νέες τάσεις της αρχιτεκτονικής.
Το 1528 ο Φραγκίσκος Α΄ επιλέγει να εγκαταστήσει την βασιλική αυλή στο Παρίσι  και, για το λόγο αυτό, ανακατασκευάζει τον πύργο του Λούβρου. Από τότε το Παρίσι έγινε και παρέμεινε η πρωτεύουσα του βασιλείου. Οι Γάλλοι αρχιτέκτονες πλέον, είχαν να κερδίσουν ένα στοίχημα: να μετατρέψουν το Παρίσι σε μια πρωτεύουσα αντάξια για το βασίλειο της Γαλλίας.
Το Παρίσι διασχίζει ο Σηκουάνας ποταμός, χωρίζοντάς το στη δεξιά και αριστερή όχθη. Στο κέντρο της πόλης υπάρχει ένα νησάκι μέσα στον ποταμό.
Ο Φραγκίσκος Α΄ δαπανά μεγάλα ποσά για νέες κατασκευές. Ανακαινίζει το μεσαιωνικό κάστρο του Αμπουάζ, προκειμένου να γίνει βασιλική κατοικία, όπως και το κάστρο Μπλουά. Κατασευάζει το καταπληκτικό ανάκτορο του Σαμπόρ με το στυλ της Ιταλικής αναγέννησης, διακοσμημένο από τον ίδιο τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Παρίσι-θέσεις μνημείων                    Κατασκευάζει στην πόλη του Παρισιού το Δημαρχείο της Πόλης (Hôtel de Ville), το οποίο αναδεικνύεται σε κέντρο ελέγχου όλων των έργων του. Κατασκευάζει το “Ανάκτορο της Μαδρίτης” στο Δάσος της Βουλώνης, αλλά το μεγαλύτερο έργο του είναι η ανακατασκευή του κάστρου του Φωνταινεμπλώ που έγινε η κυριότερη διαμονή του.
Ενώ όμως το Παρίσι είναι η έδρα της βασιλικής αυλής, οι βασιλείς και οι άρχοντες προτιμούν να διαμένουν στην ύπαιθρο, κοντά μεν αλλά εκτός της πόλης, η οποία έχει ακόμη την μεσαιωνική της μορφή. Ο πληθυσμός έχει αυξηθεί, τα όρια της πόλης έχουν μεγαλώσει άναρχα και το Παρίσι δίνει
 Ανάκτορο Σαμπόρ      την εικόνα μιας πόλης πνιγμένης στα κτίρια και τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν είναι ιδιαίτερα φιλικοί προς τους αριστοκράτες.
Εικ. 34: Φραγκίσκος Α΄

 
Στην πρώιμη Αναγέννηση, τα έργα που γίνονται στον αστικό ιστό του Παρισιού αφορούν την κατασκευή ανακτορικών συγκροτημάτων με την παράλληλη διαμόρφωση τεράστιων εκτάσεων γύρω από αυτά σε μορφή κήπων, συνήθως στις παρυφές της πόλης.
Μετά τον θάνατο του βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου Β΄ το 1559, η χήρα του, η Αικατερίνη των Μεδίκων (1519 – 1589), ξεκίνησε την κατασκευή του ανακτόρου του Κεραμεικού το 1564, έχοντας ως αρχιτέκτονα τον Φιλιμπέρτ ντε λ΄Ορμ. Το ανάκτορο, γνωστό ως Tuileries, πήρε το όνομά του από τα κεραμοποιεία (tuileries) που βρίσκονταν παλαιότερα στη Ανάκτορο του Κεραμεικού                θέση αυτή. Το ανάκτορο αποτελείτο από μία σειρά μακρόστενων κτηρίων με υψηλές οροφές που περιέκλειαν μία μεγάλη και δύο μικρότερες αυλές. Το κτήριο επεκτάθηκε σημαντικά τον 17ο αιώνα, ώστε η νοτιοανατολική γωνία του να ενωθεί με το Λούβρο. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ διέμενε στο Ανάκτορο του Κεραμεικού ενώ το ανάκτορο των Βερσαλλιών βρισκόταν υπό κατασκευή. Όταν αναχώρησε ο βασιλιάς, το κτήριο έμεινε πρακτικά εγκαταλειμμένο και χρησιμοποιήθηκε ως θέατρο, ενώ οι κήποι του έγιναν ένα δημοφιλές θέρετρο για τους Παριζιάνους.
 Η Μαρία των Μεδίκων αποφάσισε να διαμείνει στο ανάκτορο του Λουξεμβούργου, το οποίο περιστοιχίζετο από τεράστιους κήπους. Το ανάκτορο βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, δυτικά των τειχών του Φιλίππου Αυγούστου. Το πρωτοποριακό του σχεδιασμού Κήποι Βερσαλλιών                   στο Παρίσι κατά την εποχή αυτή, έγκειται στο γεγονός ότι ο ελεύθερος χώρος σχεδιάζεται πλέον και οργανώνεται σαν ολότητα.
Οι αρχές που χαρακτηρίζουν αυτή τη σχεδίαση είναι απλές :
o       Ο κήπος δεν αποτελεί προέκταση του κτιριακού συγκροτήματος, αλλά μιας μεγάλης τοπο -σύνθεσης.
o       Η σύνθεση παρουσιάζεται στερεομετρική και όχι επίπεδη και είναι εναρμονισμένη με τη φυσική κυματοειδή τοπογραφία.
o       Ο όγκος κερδίζεται από οργανωμένα αλσίλια, αλλά και γραμμικά από τις κλαδεμένες όψεις (charmilles).
o       H τάση για ενότητα με τα γύρω και τον ουρανό, επιτυγχάνεται με καθρέφτες νερού και λεωφόρους που οδηγούν απροσδιόριστα έξω.
o       Η κλίμακα του χώρου είναι μεγάλη.
o       Παραπλανητικά τεχνάσματα (προοπτική) κάνουν την απόσταση να φαίνεται μεγαλύτερη ή μικρότερη και το βλέμμα οδηγείται σταθερά, χωρίς τη δυνατότητα περιπλάνησης.

Το 1650, εκατό περίπου χρόνια μετά την αναγόρευση του Παρισιού ως πρωτεύουσας της Γαλλίας, η πόλη έχει υπερκεράσει τα μεσαιωνικά τείχη. Στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα ο Ερρίκος Δ΄ διευρύνει το σύστημα των προμαχώνων της πόλης, ώστε να περιλάβει το ανάκτορο του Κεραμεικού και το Palais Royal. Κατασκευάζει επίσης, επάνω στο νησάκι του ποταμού, μια τριγωνική “βασιλική πλατεία” και μια άλλη τετράγωνη, την πλατεία Βοζ στο Μαραί, στη δεξιά όχθη του ποταμού. Είναι μία πλατεία  περιστοιχισμένη από αψίδες πάνω στις οποίες υψώνονται κατοικίες χτισμένες με κόκκινα τούβλα, δημιουργώντας έτσι μία ωραία ομοιομορφία . Σ' αυτό το σύνολο τα πιο υπερυψωμένα κτίρια είναι η πτέρυγα του βασιλιά και αυτή της βασίλισσας ακριβώς απέναντι.  Στα σχέδιά του περιλαμβάνεται η υλοποίηση και μιας τρίτης, στα υψώματα του Ναού (Temple), η οποία όμως δεν υλοποιείται. Ο ίδιος, προβαίνει σε εργασίες αποκατάστασης του Λούβρου και του Κεραμεικού, που είχαν υποστεί σοβαρές φθορές κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και ξεκινά την κατασκευή μιας αψιδωτής στοάς κατά μήκος του Σηκουάνα, ώστε να τα ενοποιήσει χωρικά, όμως δεν προλαβαίνει να δει το έργο του τελειωμένο. Τα εργα συνεχίζει και τελειώνει ο διάδοχός του, Λουδοβίκος ΙΔ΄. Το όλο εγχείρημά του Ερρίκου Δ΄ προέβλεπε και την ενοποίηση των δύο ανακτόρων μέσω της οδού Saint Honore, με το γκρέμισμα όλων των κτισμάτων του ενδιάμεσου τετραγώνου. Όμως αυτό κατέστη δυνατόν μόλις επί Ναπολέοντα Γ.
Εν τω μεταξύ, το Παρίσι συνεχίζει να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς κι ενώ το 1500 αριθμούσε διακόσιες περίπου χιλιάδες κόσμο, το 1637 ο αριθμός αυτός υπερδιπλασιάστηκε κι έφτασε τις τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες. Οι βασιλείς και οι αριστοκράτες, με μεγάλη τους ευχαρίστηση, συνέχιζαν να διαμένουν στα περίχωρα κι όχι μέσα στην πόλη, όπου οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης υποδαύλιζαν ένα κλίμα εχθρικό προς την εξουσία.
Τα τείχη το 1784
 
Τα τείχη το 1370
 
Τα τείχη το 1180
 
Η εξάπλωση της πόλης του Παρισιού

Κατά τον 17ο αιώνα κτίζεται στα νότια του Παρισιού ο πύργος του Vaux μέσα σ΄ένα τεράστιο υπαίθριο χώρο, ο οποίος διευθετείται για τις ανάγκες του πύργου. Για πρώτη φορά παρατηρείται συνδυασμένη προσπάθεια της αρχιτεκτονικής, των εικαστικών τεχνών κι ενός χωροταξικού σχεδιασμού. Όμως σε αυτή τη συλλογική προσπάθεια τον κύριο ρόλο δεν τον παίζει ο αρχιτέκτονας, αλλά ο ειδικός επί κήπων.
Πύργος Chateau du Four de Vaux VauzellesΟ πύργος του Vaux προσδιορίζει πλέον την αντιμετώπιση των αστικών χώρων στη γαλλική κατασκευαστική και χωροταξία. Ο πύργος διακόπτει τον επιμήκη άξονα, δηλαδή τον δρόμο που διασχίζει από άκρη σε άκρη το πάρκο Ο πύργος του Vaux           και δημιουργεί δύο ανεξάρτητους χώρους: τον μπροστά από τον πύργο, όπου διαμορφώνεται η αυλή της εισόδου και την χρησιμοποιούν οι υπηρέτες και γενικά οι υπηρεσίες του πύργου και τον πίσω, όπου είναι ο κήπος των ευγενών. Η πρόσοψη του κτιρίου προς τον κήπο έχει πολύπλοκη μορφή και χρησιμεύει στο να είναι ορατή από πολύ μακριά και να εντυπωσιάζει. Δεσπόζει σε ένα τοπίο που αποτελείται από στέγες κι ένα κήπο διακοσμημένο με σιντριβάνια.
Στις Βερσαλλίες επαναλαμβάνεται το πείραμα του Vaux από τον Le Notre, ειδικό επί κήπων. Μπροστά στο ανάκτορο συγκλίνουν τρεις λεωφόροι, γύρω από τις οποίες οργανώνεται μια ολόκληρη πόλη. Πίσω από το ανάκτορο ένας αχανής δασικό χώρος υποτάσσεται στις ανάγκες της δημιουργίας του κήπου. Το ίδιο το ανάκτορο, με τις συνεχείς επεκτάσεις του έχει χάσει τα φινιρίσματα της πρόσοψης και μόνο από μακριά αναδεικνύεται ο αρχικός αρχιτεκτονικός του όγκος.
  Το εργοτάξιο των Βερσαλλιών, όπου το 1685 εργάζονται 35.000 άνθρωποι, είναι το μεγαλύτερο που στήθηκε ποτέ στην Ευρώπη για σκοπούς μη πολεμικούς από την εποχή των Ρωμαίων.
Παράλληλα, το ίδιο το Παρίσι βρίσκεται αντιμέτωπο με μια ανάπτυξη Το ανάκτορο των Βερσαλλιών     που έχει ως πρότυπα τις διατάξεις αυτών των πάρκων. Ο μεσαιωνικός πυρήνας της πόλης μόλις που μεταβάλλεται ανεπαίσθητα με την εισαγωγή ορισμένων αρχιτεκτονικών στοιχείων, όπως οι πλατείες Vendome και des Victoires και το τόξο των οχυρώσεων επάνω στην αριστερή όχθη μεταμορφώνεται σε ένα πλέγμα λεωφόρων, των Grands Boulevards. Στις παλιές πύλες των προμαχώνων συγκλίνουν οι ευθείες δενδροστοιχίες που διατρέχουν μια νέα ασυνεχή περιφέρεια με πάρκα και κατοικίες της αστικής τάξης. Αυτή η ανοικτή πλέον πόλη, που δεν έχει ανάγκη από οχυρώσεις, γιατί το βασίλειο το προστατεύουν τα φρούρια των συνόρων, είναι μια νέα πραγματικότητα, την οποία η λογοτεχνία της εποχής την κρίνει άλλοτε με θαυμασμό και άλλοτε με σκεπτικισμό και εχθρότητα. Ο Boileau την περιγράφει ως “γη της επαγγελίας”, ενώ ο Colbert αφήνει τη γριφώδη σημείωση που βρέθηκε στα έγγραφά του μετά θάνατον: “…παντού και πάντα σχέδια. Αψίδα του Θριάμβου για τις κατακτήσεις στην ξηρά. Παρατηρητήριο για τους ουρανούς. Πυραμίδα. Δυσκολίες κατά την εκτέλεση”….
   
Το Παρίσι και τα περίχωρά του με τη διάταξη των λεωφόρων και των κήπων κατά την όψιμη Αναγέννηση.

Αντιπροσωπευτικά κτίρια της εποχής στο Παρίσι
ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟΥ ΛΟΥΒΡΟΥ
Το μουσείο του Λούβρου (γαλλικά: Musée du Louvre) είναι ένα από τα μεγαλύτερα και παλαιότερα μουσεία τέχνης στον κόσμο. Βρίσκεται στο κέντρο του Παρισιού, στις όχθες του Σηκουάνα και εκθέτει 35.000 έργα τέχνης - το 8% των αποκτημάτων του, τα οποία υπολογίζονται στα 445.000 κομμάτια. Οι μόνιμες συλλογές του μουσείου καταλαμβάνουν συνολικά έκταση 60.600 τετραγωνικών μέτρων και ανάμεσα σε αυτές βρίσκονται και οι ελληνικές συλλογές, που καλύπτουν 25 αίθουσες.
Αρχείο:Louvre - Les Très Riches Heures.jpgΗ ονομασία 
Το Λούβρο αρχικά ήταν αμυντικό φρούριο και υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ονομασία του.
1η εκδοχή: ονομάστηκε Λούβρο λόγω του τοπωνυμίου της περιοχής όπου οικοδομήθηκε –η οποία λεγόταν Lupara. Πιθανότατα η
Το Λούβρο ως φρούριο                    περιοχή ονομαζόταν έτσι επειδή είχε πολλούς λύκους (lupara = λύκαινα, στην καθομιλουμένη γλώσσα εκείνης της εποχής στη Γαλλία).
2η εκδοχή: η ονομασία προέρχεται από την σαξονική λέξη lauer ou lower (= οχυρωμένο φρούριο).
3η εκδοχή: πήρε την ονομασία του από τη φράση "L'oeuvre", η οποία αναφέρεται  στο αριστουργηματικό έργο. Αυτή η εκδοχή όμως δεν είναι ιδιαίτερα πιθανή αφού το κτίσμα αναφέρεται ως Λούβρο ήδη από το 1200, όταν ακόμα στο φρούριο δεν υπήρχε καμία συλλογή.
Οι πρώτες συλλογές
Το Λούβρο έγινε μουσείο μετά την Γαλλική επανάσταση. Μέχρι τότε ήταν ανάκτορο των βασιλέων της Γαλλίας και πιο πριν απλώς φρούριο. Συγκεκριμένα το κτίριο που σήμερα στεγάζει το μουσείο οικοδομήθηκε σταδιακά στο πέρασμα των αιώνων αλλάζοντας σημαντικά μορφή ανάλογα με τις χρήσεις του.
Αρχικά, το 1190, οικοδομήθηκε εκεί ένα μεγάλο οχυρό από τον βασιλιά Φίλιππο Β΄ Αύγουστο. Οι διάδοχοί του, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν ως ανάκτορο, άλλαξαν πολύ την αρχιτεκτονική και τη μορφή του, καθιστώντας το σημαντικά πολυτελέστερο και πιο καλλιτεχνικό.
Παράλληλα, με το πέρασμα των αιώνων, οι βασιλείς της Γαλλίας φρόντιζαν να αποκτούν και διάφορα πολύτιμα αντικείμενα - άλλα ήταν λάφυρα πολέμων και άλλα αγορές ή δωρεές προς αυτούς. Τα αντικείμενα αυτά, στην πλειοψηφία τους ζωγραφικοί πίνακες, αποτέλεσαν σταδιακά τη λεγόμενη "βασιλική συλλογή", η οποία
Η προσθήκη της πυραμίδας         διευκόλυνε τη μετατροπή του ανάκτορου σε κέντρο τέχνης και μουσείο μετά τη γαλλική επανάσταση.
ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΩΝ ΒΕΡΣΑΛΛΙΩΝ
Οι Βερσαλλίες είναι ένα βασιλικό ανάκτορο που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι, στην ομώνυμη πόλη των Βερσαλλιών. Από το 1682 ως το 1789 οι Βερσαλλίες ήταν πρωτεύουσα της Γαλλίας. Σήμερα αποτελεί ένα από τα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ.


Ιστορία κατασκευής
Οι Βερσαλλίες ήταν μέχρι το 1660 ένα απλό μικρό παλάτι που χρησίμευε κυρίως ως καταφύγιο κυνηγιού, που ήταν η αγαπημένη ασχολία των βασιλιάδων εκείνης της εποχής. Μετά το 1660 ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ΄ αποφάσισε να επεκτείνει το παλάτι, και όχι να κατεδαφίσει το αρχικό κτίριο, με σκοπό οι Βερσαλλίες να γίνουν βασιλικό ανάκτορο και το πιο λαμπρό παλάτι της Ευρώπης. Οι εργασίες διαπλάτυνσης διήρκησαν από το 1661 μέχρι το 1685. Έτσι, στα τέλη του 18ου αιώνα το ανάκτορο είχε την σημερινή του μορφή. Η συνολική πρόσοψη που κοιτάει στους κήπους έχει μήκος 570 μέτρα. Κατά την διάρκεια των εργασιών εργάζονταν 35.000 εργάτες στις Βερσαλλίες, κάτι πρωτάκουστο για την εποχή εκείνη.

Versailles Palace.jpgΤο ανάκτορο

Το ανάκτορο αποτελείται από τρία μέρη, το κυρίως μέρος όπου έμενε η βασιλική οικογένεια σε σχήμα U, και άλλες δύο πτέρυγες δεξιά και αριστερά του κυρίως κτιρίου όπου έμεναν οι ευγενείς, ο κλήρος και οι υπουργοί. Άλλα 3 παρεμφερή κτίρια χτίστηκαν για να στεγάσουν το προσωπικό, που αποτελούνταν από χιλιάδες υπηρέτες, τα μαγειρεία, τα εκατοντάδες άλογα μαζί με τις άμαξες τους και όλο τον υπόλοιπο απαραίτητο εξοπλισμό.
Το κέντρο των Βερσαλλιών είναι η Αίθουσα των Καθρεφτών (ή και Αίθουσα των Κατόπτρων), η οποία έχει μήκος 70 μέτρα και είναι στολισμένη με πανάκριβα κρύσταλλα, κεριά και καθρέφτες, τους πιο Εσωτερική σάλα                      ακριβούς της εποχής εκείνης. Επίσης στο ταβάνι και στους τοίχους δεσπόζουν οι τοιχογραφίες και άλλα διάφορα έργα τέχνης από τους καλύτερους ζωγράφους της Ευρώπης εκείνης της εποχής, με ανεκτίμητη αξία. Παράλληλα, δίπλα στην Αίθουσα των Καθρεφτών βρίσκονται τα βασιλικά διαμερίσματα, με μεγαλύτερο αυτό του βασιλιά, που περιλαμβάνει δεκάδες δωμάτια.   Κυρίαρχο στοιχείο σε όλα αυτά τα δωμάτια είναι οι τοιχογραφίες και οι πίνακες ζωγραφικής, εμπνευσμένοι από την ελληνική μυθολογία. Έτσι εξηγούνται τα ονόματα που φέρουν τα δωμάτια αυτά, όπως πχ Δωμάτιο του Ηρακλή, Σαλόνι της Αφροδίτης κτλ. Στο κέντρο της Αίθουσας των Καθρεφτών βρίσκεται η είσοδος για το πολυτελέστατο υπνοδωμάτιο του βασιλιά. Συμβολίζει το κέντρο της δύναμης του απόλυτου μονάρχη, το κέντρο της χώρας υπό τον Λουδοβίκο ΙΔ', που είναι ο θεμελιωτής των Βερσαλλιών. Το 1710 χτίστηκε και η Βασιλική Εκκλησία, ενώ το 1770 η Βασιλική Όπερα. Συνολικά στο παλάτι υπάρχουν 700 δωμάτια. Πριν χτιστεί η Βασιλική εκκλησία του ανακτόρου, η εκκλησιαστική λειτουργία γινόταν σε διάφορους χώρους . Έχει δύο ορόφους: στον δεύτερο παρευρισκόταν ο βασιλιάς μαζί με την βασιλική οικογένεια ενώ στο ισόγειο οι ευγενείς της βασιλικής αυλής. Οι τοιχογραφίες σε όλη την εκκλησία έχουν ως κύριο θέμα το Άγιο Πνεύμα, τον Θεό και τον Χριστό.
Οι κήποι
Το ανάκτορο των Βερσαλλιών είναι γνωστό και για τους τεράστιους κήπους του, οι οποίοι είναι εξωραϊσμένοι με πολλά συντριβάνια και αγάλματα. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους κήπους της Ευρώπης, με συνολική έκταση 800 εκτάρια. Στα συντριβάνια και στα αγάλματα αποτυπώνεται η ελληνική μυθολογία, όπως και στο εσωτερικό του ανακτόρου. Ο συνολικός κήπος των Βερσαλλιών απλώνεται σε τρία επίπεδα πίσω από το παλάτι, και αποτελεί τη συνέχιση της αρχιτεκτονικής του παλατιού. Όπως και το ανάκτορο, έτσι και οι κήποι αποσκοπούν στο να τιμήσουν τον βασιλιά και την χώρα του. Τα μεγάλα ποτάμια της Γαλλίας αντιπροσωπεύονται σαν αγάλματα. Μπροστά από το Μεγάλο Κανάλι, ένα τεράστιο κανάλι σε σχήμα σταυρού, βρίσκεται το συντριβάνι του Απόλλωνα, το μεγαλοπρεπέστερο όλων των συντριβανιών των Βερσαλλιών.
Κατά την κατασκευή του Μεγάλου Καναλιού πέθαναν χιλιάδες εργάτες, είτε από ατυχήματα είτε από την ελονοσία. Το Μεγάλο Κανάλι από μόνο του είναι 24 εκτάρια μεγάλο. Για την παροχή νερού των συνολικά 55 συντριβανιών υπήρχε ανάγκη ενός  καλού αρδευτικού συστήματος. Η μηχανή του Μαρλί ήταν ένα τεχνολογικό θαύμα για την εποχή, καθώς διοχέτευε τα νερά του ποταμού Σηκουάνα στους κήπους των Βερσαλλιών. Αλλά πάλι τα Τμήμα των κήπων       συντριβάνια δεν γινόταν να έχουν συνεχώς νερό, καθώς οι ποσότητες δεν επαρκούσαν. Στον κήπο βρίσκονταν και δύο άλλα κτίρια, το Μεγάλο Τριανόν, κατασκευασμένο από πορσελάνη, και το Μικρό Τριανόν. Αυτοί οι χώροι προσέφεραν στην βασιλική οικογένεια ξεκούραση και χαλάρωση.
Η ζωή στις Βερσαλλίες
Η ζωή στο πιο πολυτελές βασιλικό ανάκτορο της Ευρώπης ήταν για τους Γάλλους βασιλιάδες μαζί με ολόκληρη την βασιλική οικογένεια και τους υπόλοιπους ευγενείς πολύ άνετη. Ζούσαν μια πλουσιότατη, γεμάτη χλιδή και τρομερά σπάταλη ζωή. Διάφοροι κανονισμοί και εθιμοτυπικά κανόνιζαν την καθημερινότητά τους. Στο πρωινό ξύπνημα του βασιλιά μαζευόταν όλη η βασιλική οικογένεια βοηθώντας τον βασιλιά να ντυθεί και γινόταν κάτι σαν μια μικρή τελετή. Στη συνέχεια ακολουθούσε η πρωινή λειτουργία ενώ από το μεσημέρι ως το απόγευμα ο βασιλιάς παρακολουθούσε συμβούλια και ύστερα πήγαινε για περίπατο και κυνήγι στους κήπους των Βερσαλλιών. Το απόγευμα συχνά περιελάμβανε κάποια θεατρική παράσταση (κυρίως κωμωδία), ενώ το βράδυ ακολουθούσε δεξίωση, την περίοδο του  χειμώνα, με πλούσιο μπουφέ στο ανάκτορο των Βερσαλλιών και συγκεκριμένα στο μεγάλο διαμέρισμα του βασιλιά με συνοδεία χορού και μουσικής.
Αρκετά συχνές ήταν και οι οργανωμένες γιορτές στις Βερσαλλίες κατά τον γάμο ή την γέννηση ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας, ή ακόμη και για κάποια στρατιωτική νίκη. Τότε φαινόταν όλος ο υπερβολικός πλούτος της γαλλικής μοναρχίας, με πολυτελέστατα γεύματα, χορούς, πλούσιο μπουφέ, θεατρικές παραστάσεις, πυροτεχνήματα (αν και σπάνια) και φυσικά μπιλιάρδο και τζόγος. Τα ποσά που ξοδεύονταν για την ψυχαγωγία της βασιλικής οικογένειας και των ευγενών για τον τζόγο ήταν αστρονομικά.
Κόστος
Τα έξοδα για την ανέγερση αυτού του πολυτελούς ανακτόρου έχουν παραμείνει από την εποχή εκείνη και είναι τα εξής: συνολικά κόστισε 25.725.839 λίβρες, που σημαίνει 10.500 τόννους ασήμι (1 λίβρα είναι 409 γραμμάρια ασημιού). Σε ευρώ είναι περίπου 2,6 δισεκατομμύρια, ένα τεράστιο ποσό. Αυτός ήταν και ένας έμμεσος λόγος και για την Γαλλική Επανάσταση, καθώς στο τέλος της βασιλείας του Βασιλιά Ήλιου τα ταμεία του κράτους είχαν κυριολεκτικά αδειάσει. Αν συνυπολογίσουμε και τα παραπλήσια έξοδα, όπως αυτά για το υπηρετικό προσωπικό, για τις συχνές ανακαινίσεις και όλα τα συναφή, ερχόμαστε στο εκπληκτικά υψηλό ποσό των 250 δισεκατομμυρίων. Ελάχιστα είναι τα κτίρια σε όλο τον κόσμο που έχουν κοστίσει τόσο ακριβά.
 Το ανάκτορο των Βερσαλλιών είναι σήμερα Εθνικό Μουσείο της Γαλλίας, και πόλος έλξης εκατομμυρίων τουριστών κάθε χρόνο. Απασχολεί 900 εργαζόμενους. Κάθε χρόνο δέχεται περίπου 3 εκατομμύρια επισκέπτες στο κτίριο, και άλλα 7 εκατομμύρια στους τεράστιους κήπους. Το 70% των τουριστών είναι ξένοι. Το παλάτι Αίθουσα κατόπτρων                        έχει συνολικά 700 δωμάτια, 2.513 παράθυρα, 352 τζάκια, 67 σκάλες, 483 καθρέφτες, και η συνολική του έκταση είναι 67.000 τετραγωνικά μέτρα, από τα οποία τα 50.000 είναι ανοιχτά στους επισκέπτες. Οι κήποι έχουν έκταση 800 εκταρίων, και είναι περιφραγμένοι με 20 χιλιόμετρα τείχους. Εκεί βρίσκονται 370 αγάλματα και 42 χιλιόμετρα διαδρόμων. Ανάμεσα στα 55 συντριβάνια, το Μεγάλο Κανάλι έχει επιφάνεια 24 εκταρίων και χωράει 500.000 κυβικά μέτρα νερού.
ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΤΟΥ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΥ
Το Ανάκτορο του Κεραμεικού (γαλλικά: Palais des Tuileries) βρισκόταν στο Παρίσι, στη δεξιά όχθη του ποταμού Σηκουάνα έως την καταστροφή του το 1871.

Άποψη από την αυλή του Λούβρου απ' όπου φαίνεται η ένωση του Λούβρου (σε πρώτο πλάνο) και του Ανακτόρου του Κεραμεικού (σε δεύτερο πλάνο), που τώρα είναι ένας μεγάλος κενός χώρος. - Η πυραμίδα του Ιέο Μινγκ Πέι βρίσκεται σήμερα στο πρώτο πλάνο, στη θέση της συστάδας των δέντρων.


Το Ανάκτορο και ο κήπος του Κεραμεικού κατά τη διάρκεια χορού την εποχή της Δεύτερης Αυτοκρατορίας



Το καμένο λίθινο κέλυφος του Ανακτόρου του Κεραμεικού μετά την πυρκαγιά του 1871 και πριν την κατεδάφιση του 1883 - Άποψη από την αυλή του Λούβρου

Ο Κήπος του Κεραμεικού και ο Ιστορικός Άξονας

Όταν ο μεγάλος κενός χώρος μεταξύ της βόρειας και της νότιας πτέρυγας του Λούβρου αποκαλύφθηκε το 1883, η αυλή του Λούβρου για πρώτη φορά άνοιξε προς έναν αδιάσπαστο Ιστορικό Άξονα (Axe Historique). Ο Κήπος του Κεραμεικού (γαλλικά Jardin des Tuileries) περικλείεται από το Λούβρο (ανατολικά), τον Σηκουάνα (νότια), την Πλατεία Ομονοίας (Place de la Concorde) (δυτικά) και την οδό Ριβολί (βόρεια). Ακόμη  πιο βόρεια βρίσκεται η Πλατεία Βαντόμ (Place Vendome).
Ο Κήπος του Κεραμεικού καλύπτει περίπου 25 εκτάρια και ακόμα ακολουθεί το σχέδιο που τέθηκε από τον σχεδιαστή κήπων Αντρέ Λε Νοτρ το 1664. Το επίσημο σχέδιό του για έναν ευρύ κήπο που πλαισιωνόταν από δύο λίμνες επέτρεπε μία αδιάσπαστη θέα από τη δυτική πρόσοψη του ανακτόρου κατά μήκος ενός κεντρικού άξονα, ο οποίος έχει επεκταθεί υπό το όνομα “Ιστορικός Άξονας”.
Στη βορειοδυτική γωνία των κήπων βρίσκεται η Εθνική Πινακοθήκη Ζε ντε Πoμ, που είναι ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης.
ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΠΑΡΙΣΙΟΥ
Το Δημαρχείο του Παρισιού (γαλλικά Hotel de Ville) χτίστηκε κατά τον 17ο αιώνα, υπήρξε κέντρο ανατριχιαστικών εκτελέσεων εκείνα τα ανταριασμένα χρόνια και βρίσκεται στην επώνυμη πλατεία. Εδώ εκτελέστηκε και ο δολοφόνος του Ερρίκου του 4ου, ο Ροβαγιάκ. Το κτίριο κάηκε το 1871 και ανακατασκευάσθηκε αργότερα.
PETIT PALAIS
 Πρόκειται για μουσείο του Παρισιού που χτίστηκε για τη Διεθνή Έκθεση το 1900, σύμφωνα με τα σχέδια του Charles Girault, και σήμερα στεγάζει το Μουσείο “musée des beaux-arts” της πόλης του Παρισιού.
Αναπτύσσεται γύρω από μια οκταγωνική αυλή και ομοιάζει με το γειτονικό Grand Palais. Οι ιωνικού ρυθμού κίονές του, το προστέγασμα και ο τρούλος του απηχούν αυτά του συγκροτήματος “Les Invalides”, που βρίσκεται στην αντικρινή όχθη του Σηκουάνα. Το τύμπανο απεικονίζει την πόλη του Παρισιού που περιβάλλεται από μουσεία και είναι έργο του γλύπτη Jean Antoine Injalbert.
Τα τρέχοντα εκθέματά του είναι χωρισμένα σε δύο τομείς: τη συλλογή “Dutuit” μεσαιωνικών και αναγεννησιακών σχεδίων, έργων ζωγραφικής και αντικειμένων τέχνης και τη συλλογή “Tuck” επίπλων του 18ου αιώνα και τη συλλογή έργων ζωγραφικής της πόλης του Παρισιού.
Το μουσείο περιλαμβάνει πίνακες ζωγράφων όπως οι Rembrandt, Rubens, Nicolas Poussin, Claude Gellee, Fragonard, Hubert Robert, Greuze καθώς και μια αξιόλογη συλλογή γλυπτών και έργων ζωγραφικής των: Ingres, Gericault, Delacroix, Courbet, Monet, Sisley, Pissarro, Cezanne, Modigliani, Carpeaux, Maillol, Rodin, κ.ά.
Το Petit Palais έχει διατελέσει υπόδειγμα για άλλα δημόσια κτίρια, όπως για το Βασιλικό Μουσείο της Κεντρικής Αφρικής κοντά στις Βρυξέλλες στο Βέλγιο και το Μουσείο Τεχνών στο Σαντιάγκο στη Χιλή.
Αντιπροσωπευτικά κτίρια της εποχής στη Μασσαλία
ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ
Από το 1214, ένα παρεκκλήσι βρίσκεται στην κορυφή του λόφου της φρουράς (la colline de la Garde). Στο πέρασμα των αιώνων έχει μεγεθυνθεί πολλές φορές για να φιλοξενήσει καλύτερα τα πλήθη των προσκυνητών που ολοένα και αυξάνονται. Το 1536 για να την καλύτερη προστασία του, έχτισαν γύρο του ένα φρούριο που όμως καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Το ξανάνοιξαν το 1807. Η σημερινή εκκλησία, που και η ίδια ανακαινίσθηκε και αποκαταστάθηκε πρόσφατα, το αντικατέστησε με ένα νέο.
Σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Henry Espérandieu, το οικοδόμημα αυτό αποτελεί ένα πολύχρωμο αριστούργημα βυζαντινής επιρροής. Μετά το θάνατό του, συνεχίζει τις εργασίες ο Henri Revoil και ολοκληρώνει τη διακόσμηση ένα πολυτελές μωσαϊκό.
Το θαυμασμό προκαλεί η αυστηρή και απογυμνωμένη κρύπτη, το έντονο φως της εκκλησίας, το ασημένιο άγαλμα του κυρίως βωμού και τα αναθήματα. Κυρίως όμως εντυπωσιάζει το μνημειώδες άγαλμα της Παρθένου, που δεσπόζει με το καμπαναριό του πάνω από ολόκληρη την πόλη. Χτισμένο από τον  Lequesne και la Maison Christofle το  1869, η Παναγία φαίνεται να φυλάει και να προστατεύει την πόλη από τα δεινά.
LE PALAIS DU PHARO
Τον Σεπτέμβριο του 1852, η ιδέα της οικοδόμησης "ενός σπιτιού πάνω στην προκυμαία" μπήκε στο μυαλό του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ ', κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Μασσαλία. Το 1855, για να τον ευχαριστήσει για την παρέμβασή του στην ανταλλαγή εδαφών της Lazaret μεταξύ του κράτους και της πόλης της Μασσαλίας, η πόλη του πρόσφερε το τόσο περιζήτητο οροπέδιο του Pharo. Αλλά εκείνη την εποχή, η θέση της γης ήταν τέτοια που δημιουργούσε μεγάλα τεχνικά και οικονομικά προβλήματα για την ανέγερση οικήματος. Ήταν μια ιδιοκτησία γης προσβάσιμη αποκλειστικά από τη θάλασσα και το έδαφος ήταν ένα από τα πιο σκληρά και απότομα της πόλης. Για την έξοδο της κατοικίας από την απομόνωση, χρειάστηκαν πολλές διαπραγματεύσεις με τους γύρω ιδιοκτήτες που ήταν αντίθετοι στην κατασκευή κάποιου κτιρίου. 
Τα σχέδια του αρχιτέκτονα Jean-Marc Vaucher και του αρχιτέκτονα του αυτοκράτορα, διαφοροποιούνται ανάλογα με τις επιθυμίες των γύρω ιδιοκτητών. Ο πρώτος θεμέλιος λίθος μπήκε στις 15 Αυγούστου του 1858, ημέρα της γιορτής του αυτοκράτορα  Ο Λουί Ναπολέοντας Βοναπάρτης, ήθελε το σπίτι αυτό να είναι ο αντικατοπτρισμός του  Château de Biarritz της αυτοκράτειρας. Αλλά το έργο ξεπέρασε κατά πολύ τις αρχικές εκτιμήσεις λόγω του μεγέθους του κτιρίου και τις σπηλιές του εδάφους που ήταν πολύ πιο εκτεταμένες από αυτές στο Biarritz, καθώς και από τον πλούτο της εξωτερικής διακόσμησης. Επιπλέον, στη Μασσαλία κατά τη χρονική στιγμή, χρησιμοποιούμε για το χτίσιμο πέτρα και όχι τούβλο, όπως στο Biarritz.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση το 1870, το Palais du Pharo ήταν σχεδόν έτοιμο (δεν είχε ακόμα επιπλωθεί). Τα διακριτικά του Ναπολέοντα και οι μπροστινές πύλες καταστρέφονται από το αγριεμένο πλήθος. Δεν πρόκειται ποτέ να αντικατασταθούν γιατί στη συνέχεια, η αυτοκρατορία δίνει τη θέση της στη Δημοκρατία. Ο Ναπολέων ΙΙΙ πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα, χωρίς να μπορέσει να πάρει ξανά στα χέρια του την αυτοκρατορική κατοικία.
Σχεδόν 1,5 εκατομμύρια φράγκα εποχής δαπανήθηκαν για να ικανοποιηθούν οι ασταθείς επιθυμίες και αποφάσεις του Ναπολέοντα ΙΙΙ, χωρίς το ανάκτορο να επιτελέσει, έστω και εφήμερα, τη λειτουργία του ως κατοικία. Μετά από την κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας του Ναπολέοντα ΙΙΙ, το Palais du Pharo δίνεται στην αυτοκράτειρα Ευγενία, αλλά η πόλη της Μασσαλίας αρχίζει έναν αγώνα διεκδίκησής του. Μετά από μια μακρά δίκη, η αυτοκράτειρα ανακτά νόμιμα πλέον την ιδιοκτησία του και ελεύθερη πια να το διαχειριστεί όπως η ίδια θέλει, το παραχωρεί στην πόλη.
Το 1904, η κατοικία μετατρέπεται σε Ιατρική Σχολή. Το κτίριο αυτό, ήταν ελάχιστα γνωστό στους συγχρόνους του. Σήμερα όμως, χρήζει ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που από την ιστορία και την αρχιτεκτονική του καθώς και από την εξαιρετική του τοποθεσία, με θέα προς το δρόμο, τα λιμάνια, τον καθεδρικό ναό και το φρούριο Saint-Jean.
Σήμερα, το Palais du Pharo φιλοξενεί ένα συνεδριακό κέντρο καθώς και υπηρεσίες της πόλης της Μασσαλίας
LE PALAIS LONGCHAMP
Το παλάτι βρίσκεται στη συνοικία «πέντε δρόμοι» και άρχισε να χτίζεται από το 1862 από την πόλη για τον εορτασμό της άφιξης των υδάτων του Durance στην πόλη, μέσω της διώρυγας de Marseille. Το έργο του Παλατιού ξεκίνησε ο αρχιτέκτονας Jacques-Henri Espérandieu. Το παλάτι ολοκληρώθηκε το 1869 για δημοσιονομικούς λόγους. Κάτω από την κυκλική κιονοστοιχία του, το παλάτι στεγάζει δύο μουσεία: το Μουσείο Καλών Τεχνών στην αριστερή πτέρυγα, και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στη δεξιά πτέρυγα. Οι κήποι του Παλατιού φιλοξένησαν επίσης έναν ζωολογικό κήπο μέχρι το 1987 και σήμερα, φιλοξενούν το Αστεροσκοπείο της Μασσαλίας Παρατηρητήριο. Προς το παρόν μέρος του παλατιού είναι υπό ανακαίνιση, ως μέρος του σχεδίου «Projet Grand Longchamp."
Το Palais Longchamp είναι ένας πύργος «από νερό», που περιβάλλεται από κήπο και καταρράκτες, και αποτελεί έναν αληθινό "Ύμνο στο νερό.«
n      Η άφιξη των υδάτων του Durance αντιπροσωπεύεται από ένα κεντρικό άρμα που το σέρνουν ταύροι.
n      Η δόξα του νερού στη Durance χαρακτηρίζεται από τη νεαρή γυναίκα στο κέντρο ενώ οι σύντροφοί της συμβολίζουν τη γονιμότητα: το σιτάρι και το αμπέλι.
n      Πίσω τα παχουλά παιδιά με στεφάνια από σιτάρι και τσαμπιά σταφύλια και τα ανάγλυφα της σκηνής των τριτώνων, θυμίζουν σκηνή μπαρόκ.
Η πολύ πλούσια διακόσμηση του κτιρίου παραπέμπει στην αφθονία και τη γονιμότητα που επέφερε η διώρυγα. Το γλυπτό έχει ηγετικό ρόλο. Ο διάσημος γλύπτης ζώων Antoine Louis Barye φιλοτέχνησε παράγονται τα λιοντάρια και τις τίγρεις της εισόδου. Η μνημειώδης κρήνη στο κέντρο της κιονοστοιχίας είναι έργο του Cavelier Jules.
Ο εσωτερικός διάκοσμος του μουσείου είναι επίσης αξιοσημείωτος. Η Μεγάλη Σκάλα του Μουσείου Καλών Τεχνών είναι διακοσμημένη με δύο μεγάλα έργα ζωγραφικής που ανατέθηκαν το 1867 στον  Πυβί ντε Σαβάν. Το μουσείο έχει διατηρήσει με το δωμάτιο Provence, ζωγραφισμένο από τον Ραφαήλ Ponson, ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα  παλαιού μουσείου.
Le Muséum d’Histoire Naturelle
Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας βρίσκεται στην δεξιά πτέρυγα του ανακτόρου από το 1869. Οι συλλογές  κέρδισαν  επάξια το 1967 τον τίτλο «συλλογές πρώτης κατηγορίας " μαζί με άλλα εννέα μεγάλα μουσεία της Γαλλίας. Έκτοτε, βρίσκεται υπό την κηδεμονία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Έρευνας στο κεφάλι του, και βρίσκεται υπό την επίβλεψη ενός κρατικού συντηρητή.
Σε σχεδόν δύο αιώνες, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας έχει συλλέξει ανεκτίμητες μαρτυρίες φυσικής κληρονομιάς που βρίσκονται στη διάθεση του κοινού και των επιστημόνων στις αίθουσες της ζωολογίας, οστεολογίας και προϊστορίας ή στην αίθουσα  Provence.
L'Observatoire (Αστεροσκοπείο)
Το Αστεροσκοπείο είναι σήμερα ένα κέντρο επεξεργασίας των δεδομένων που δίνονται από τα μεγαλύτερα τηλεσκόπια του κόσμου και από τα μεγάλα διαστημικά πειράματα καθώς επίσης και ένα εργαστήριο ανάπτυξης οργάνων. Τα κύρια θέματα έρευνας έχουν ως στόχο τη μελέτη των γαλαξιών και το διαστρικό μέσο.
Από τον Ιανουάριο του 2000, το Αστεροσκοπείο έχει επεκταθεί και είναι, μαζί με το «Laboratoire d'Astronomie Spatiale», το Αστεροσκοπείο de Haute Provence και το Αστρονομικό Αστεροσκοπείο της Marseille Provence υπό τη σκέπη του Πανεπιστημίου της Προβηγκίας .
Εκτός από τις έρευνές του, το Αστεροσκοπείο είναι ανοικτό για το κοινό και στα σχολεία και προτείνει τακτικά δραστηριότητες που προάγουν την αστρονομία.
Le Musée des Beaux-Arts (Μουσείο Καλών Τεχνών)
Εγκατεστημένο στην αριστερή πτέρυγα του ανακτόρου, το Μουσείο Καλών Τεχνών διατηρεί πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά και σχέδια από τον δέκατο έκτο ως το δέκατο ένατο αιώνα.
LE FORT SAINT JEAN
 Η προέλευση του οχυρού του Αγίου Ιωάννη χρονολογείται από το δωδέκατο αιώνα. Την εποχή των Σταυροφοριών, η τοποθεσία παραχωρείται στους Ιωαννίτες Ιππότες της Ιερουσαλήμ, οι οποίοι  εγκαθίστανται και αναπτύσσουν το  αρχηγείο τους για τη μεταφορά στρατευμάτων προς τους Αγίους Τόπους. Κατέλαβαν πρώτα το παλιό εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, και στη συνέχεια, ανέλαβαν την κατασκευή ενός νέου ναού, ενός  νοσοκομείου και του Παλατιού του Διοικητή. Το σύνολο ολοκληρώνεται το 1365.
Μεταξύ 1447-1453, ο βασιλιάς René θέλει να εξασφαλίσει την πιο αποτελεσματική άμυνα του λιμανιού. Έτσι, βάζει να χτίσουν στη θέση του πύργου Maubec, που καταστράφηκε το 1423, τον τετράγωνο πύργος που φέρει από τότε το όνομά του: «Πύργος του βασιλιά Ρενέ."
Στα μέσα του δέκατου έβδομου, οι εφοπλιστές της Μασσαλίας  επιθυμούν να ενισχύσουν το σύνολο με ένα ρολόι-πύργος, αρκετά υψηλό ώστε να είναι ορατό από τα εμπορικά πλοία,  άνω των 20 χιλιομέτρων από τον κόλπο της Μασσαλίας. Κατασκευάστηκε λοιπόν ο «Πύργος των Φαναριών» ή Στρογγυλός Πύργος.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ισοπεδώθηκε πάνω από το 1/3 της πόλης από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών και των Ιταλών. Η καταστροφή της πόλης ήταν σκόπιμη γιατί οι Γερμανοί πίστευαν ότι στα πυκνοκατοικημένα κτίρια κρύβονταν πολλά μέλη της αντίστασης. Μετά το πέρας του πολέμου, η πόλη ανοικοδομήθηκε κατά τη δεκαετία του 1950, με την Ιταλία και τη Γερμανία να εξαναγκάζονται να πληρώσουν τεράστια ποσά αποζημιώσεων για την καταστροφή της πόλης, τους νεκρούς, τους τραυματίες και τους άστεγους. Από το 1962 έγινε το μεγαλύτερο κέντρο εισόδου μεταναστών στην Ευρώπη, καθώς από το λιμάνι της Μασσαλίας πέρασαν τουλάχιστον 1.000.000 μετανάστες, ιδιαίτερα από την Αλγερία. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην ίδια την πόλη ώστε το ένα από τα τέσσερα τμήματά της να είναι το κατ' εξοχήν Γαλλοαφρικάνικο, με την μεγαλύτερη αγορά. Μετά την τελευταία μεγάλη εμπορική κρίση του λαδιού (1973), η πόλη εξελίχτηκε ταχύτατα αποκτώντας τη σημερινή της μορφή.

Μετά την εξέγερση της Μασσαλίας ενάντια στη βασιλική εξουσία βασιλική (1658 - 1660), ο Louis XIV ήταν αποφασισμένος να κρατήσει την πόλη με κάθε θυσία. Έτσι, έκτισε φρούρια στην είσοδο του λιμανιού. Στις 14 Αυγούστου 1668, ο θεμέλιος λίθος του κάστρου τίθεται από τον Ιππότη Clerville. Ο Vauban αναλαμβάνει τη διαδοχή για την ολοκλήρωση του έργου το 1678, βάζοντας να σκάψουν μια μεγάλη τάφρο για να απομονώσει το ακρωτήρι.
Το φρούριο διατηρεί ένα ρόλο αυστηρά στρατιωτικό μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, πριν μετατραπεί σε φυλακή του κράτους. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1942, οι Γερμανοί εγκαθιστούν στο εσωτερικό του φρουρίου, αποθήκες πυρομαχικών για να τις προφυλάξουν από πιθανές αεροπορικές επιδρομές. Όμως, τον Αύγουστο του 1944, τα πυρομαχικά εκρήγνυνται, καταστρέφοντας πολλά από τα κτίρια.
Το Φρούριο του Αγίου Ιωάννη είναι  σήμερα γνωστό στο ευρύ κοινό με τη διοργάνωση εκθέσεων του Μουσείου του Πολιτισμού της Ευρώπης και της Μεσογείου των οποίων η κατασκευή πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι το 2011.
LA BASILIQUE CATHÉDRALE SAINTE-MARIE-MAJEURE
 Ο πρώτος λίθος του καθεδρικού ναού τέθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1852 από τον Louis-Ναπολέων Βοναπάρτη. Τα σχέδια του ναού τα έκανε ο αρχιτέκτονας Leon Vaudoyer. Μετά το θάνατό του, το 1872, το έργο ανατίθεται στον  Henry Espérandieu μέχρι το θάνατό του το 1874. Είναι Henri Revoil που ολοκληρώνει τελικά το νέο καθεδρικό ναό, μετά από 44 χρόνια κατασκευής. Στις 6 Μαΐου του 1896 ο ναός αφιερώνεται στον καθεδρικό ναό της Major.
Σε στυλ ρωμαϊκό-βυζαντινό, σχηματίζει ένα λατινικό σταυρό με περιμετρικούς διαδρόμους (περιπατητικού)ς. Το συνολικό μήκος του είναι 146m, ο κύριος θόλος είναι σχεδόν 70 μέτρα ύψος και έχει 18 μ. διάμετρο. Η πρόσοψη είναι διακοσμημένη με αγάλματα του Χριστού, των Αποστόλων, του Αγίου Πέτρου, του Αγίου Παύλου και των Αγίων της Προβηγκίας. Ένα μπρούτζινο άγαλμα αναπαριστά το Σεβασμιότατο Belsunce, Επίσκοπος της Μασσαλίας κατά τη διάρκεια της πανούκλας του 1720.

Στη βασιλικού ρυθμού εκκλησία βλέπουμε:

  • Τα αγάλματα των τεσσάρων Ευαγγελιστών από τον Louis Botinelly
  • Το Χριστό και την Αγία Βερονίκη από τον Carli August
  • Το κιβώριο (θολωτή κατασκευή στηριζόμενη σε μικρούς κίονες που
            καλύπτει την Αγία τράπεζα) από όνυχα και τους βωμούς από τον Jules Cantini
  • Τον τάφο του Αγίου Ευγενίου του Mazenod (στο αξονικό παρεκκλήσι).
LA VEILLE CHARITÉ
 Το 1640, μετά το βασιλικό διάταγμα με θέμα «τον περιορισμό των φτωχών και tvn ζητιάνων" η πόλη της Μασσαλίας αποφάσισε να χτίσει την «Παλιά Φιλανθρωπία» για να φιλοξενήσει τους ζητιάνους. Ορίζει λοιπόν μια γη που της ανήκει, που βρίσκεται κοντά στον καθεδρικό ναό του Major, στη βόρεια πλευρά του Butte des Moulins. Αλλά το έργο παραμένει στάσιμο ως το 1670  ο Pierre Puget, αρχιτέκτονας του βασιλιά και ένα από τα παιδιά της γειτονιάς, ξεκινά ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του.
Έτσι, για πάνω από έναν αιώνα, η φιλανθρωπία στεγάζει τους ζητιάνους της πόλης. Αλλά μετά την επανάσταση και μέχρι το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, μετατρέπεται σε άσυλο για τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Το 1905, ο στρατός χρησιμοποιεί το κτίριο που χρησιμεύει επίσης και ως κοινωνική στέγαση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Le Corbusier παρατηρεί το κτίριο και καταγγέλλει το γεγονός ότι βρίσκεται σε κατάσταση εγκατάλειψης. Η πόλη της Μασσαλίας επιχειρεί το 1961 να αποκαταστήσει το μνημείο. Η αποκατάσταση ολοκληρώθηκε το 1986, μετά από 25 χρόνια εργασίας.  Σήμερα το Centre de la Vieille Charité είναι η πατρίδα πολλών πολύ-πολιτιστικών δομών: το Μουσείο του Mediterranean Archaeology, το Μουσείο Αφρικανικής Τέχνης, των Νησιών του Ειρηνικού, των ιθαγενών της Αμερικής (OMAF), φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις και έναν κινηματογράφο. Η μονάδα διευθύνεται από τα μουσεία της Μασσαλίας. Επίσης, φιλοξενεί και άλλα πολιτιστικά ιδρύματα πχ το Διεθνές Κέντρο για την ποίηση από τη Μασσαλία, το Εθνικό Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων Επικοινωνίας κα.
Το αρχιτεκτονικό σύνολο εκπλήσσει με την τέλεια ενότητα του στυλ και τη λειτουργική συνοχή. Χτισμένο από  ροζ και λευκή πέτρα από το λατομείο του Στέμματος (μικρή πόλη βόρεια της Μασσαλίας), τα κτίρια της Παλιάς Φιλανθρωπίας συνθέτουν τέσσερις πτέρυγες, κλειστές προς τα έξω και ανοικτές προς μια ορθογώνια αυλή. Αυτοί οι χώροι συνδέονται μεταξύ τους σε τρία επίπεδα  από τις στοές  που ρυθμίζουν και χαρακτηρίζουν κομψά τη ζωή στο εσωτερικό του κτιρίου.
Ένα παρεκκλήσι με οβάλ θόλο, χτισμένο με το ωραιότερο στυλ μπαρόκ, βρίσκεται στο κέντρο της αυλής. Το αέτωμα έχει μια κλασική εμφάνιση σύμφωνα με το δεύτερο στυλ Αυτοκρατορίας. Έχει και πάλι ως θέμα τη Φιλανθρωπία που  καλωσορίζει τα παιδιά απόρων και  περιβάλλεται από δύο πελεκάνους που τους ταΐζει.



LES DOCKS
 Το 1853, η πόλη αποφάσισε να εγκαταστήσει σε οικόπεδο 10 στρεμμάτων που πουλούσε το κράτος, αποβάθρες που παραχώρησε σε μία ιδιωτική εταιρεία. Η απόφαση αυτή, καταγράφεται στη συνέχεια, στο πλαίσιο του σχεδίου ανάπτυξης που επιχειρείται από τη δεύτερη αυτοκρατορίας ( το δέκατο ένατο αιώνα) και για την επέκταση του λιμένα προς τα βόρεια.
    Οι αποβάθρες χτίστηκαν μεταξύ 1856 και 1866 σύμφωνα με τα σχέδια του Talabot Paulin, διευθυντή της Εταιρείας Αποβαθρών και Αποθηκών, επικουρούμενος από τον Gustave Desplaces. Εκείνη την εποχή, ήταν οι μεγαλύτερες αποβάθρες στην Ευρώπη. Η αρχιτεκτονική τους είναι εμπνευσμένη από αυτές της Αγίας Αικατερίνης στο Λονδίνο και το Λίβερπουλ. Μπορούσαν να αποθηκεύουν τα εμπορεύματα στο λιμάνι και στη συνέχεια να τα στέλνουν κατευθείαν με το τρένο. Η βιομηχανική δραστηριότητα στις αποβάθρες σταμάτησε το 1988.
Από τον Μάιο του 1992, οι αποβάθρες αποκαθίστανται σταδιακά. Ο αρχιτέκτονας Eric Castaldi ανέλαβε τη μετατροπή τους σε κτίρια γραφείων.
Οι αποβάθρες έχουν σήμερα αποκατασταθεί με σεβασμό σε μια συμβολική αρχιτεκτονική. Στεγάζουν τις έδρες ιδιωτικών εταιρειών καθώς και  δημόσιες, διοικητικές και πολιτιστικές υπηρεσίες. Περίπου 220 εταιρείες που απασχολούν πάνω από 3.000 ανθρώπους σε όλον τον τριτογενή τομέα. Εκεί βρίσκεται επίσης το Δημόσιο Ευρωπαϊκό - μεσογειακό Ίδρυμα.
Το κτίριο έχει 365m μήκος, 37 μέτρα πλάτος και 30 μέτρα ύψος. Αποτελείται από πέντε κύρια κτίρια από πέτρα και τούβλο που χωρίζονται από τέσσερα αίθρια. Κάθε ένα από αυτά τα κτίρια έχει έξι ορόφους, και είναι μία από τις αποθήκες που κατασκευάσθηκαν οι πρώτοι υδραυλικοί ανελκυστήρες στη Μασσαλία.
LE CHÂTEAU DIF
 Το νησί If βρίσκεται στη μέση του κόλπου της Μασσαλίας, περίπου ένα ναυτικό μίλι από το παλιό λιμάνι. Χρησίμευσε ως αραξοβόλι για τους πειρατές, τους λαθρομετανάστες και τους  ψαράδες.
Ο Φραγκίσκου Α ', διέταξε την κατασκευή ενός οχυρού στο νησί για να προστατεύσει το λιμάνι από την πρόσβαση των ανεπιθύμητων. Το 1580 μετατράπηκε σε  κρατική φυλακή.
LE FORT SAINT-NICOLAS
Το φρούριο Άγιος νικόλαος, βρίσκεται σε μια στρατηγική τοποθεσία, στη νότια πλευρά της εισόδου στο παλιό λιμάνι της Μασσαλίας, και έχει τη μορφή ενός μηχανισμού με διπλά τείχη, τάφρους και προμαχώνες. Το 1660, η Μασσαλία υπόκειται στη βασιλική εξουσία μετά από την επίθεση ενός στρατού 7000 ανδρών, υπό την εντολή του Δούκα του Mercoeur. Στη συνέχεια, ο Louis XIV, αποφάσισε να χτίσει το οχυρό  St-Nicolas, για να προστατέψει τον κόλπο της Μασσαλίας. Στην πραγματικότητα όμως, αυτή η κατασκευή αποφασίστηκε κυρίως για να ελέγχει μια πόλη που του ήταν από καιρό εχθρική.
Οι εργασίες εκτελούνται σύμφωνα με το σχέδιο "αστέρι" της Marshal των στρατοπέδων και το Γενικό Επίτροπο των οχυρώσεων, Nicolas Louis de Clerville. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1664.  Ο Vauban στη συνέχεια προσθέσετε πυροβολεία που βλέπουμε ακόμη ως σήμερα γύρω από το κάτω μέρος του οχυρού.
Κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα, το κάστρο στεγάζει μια φρουρά. Στις 18 Μαΐου 1790, καταστρέφεται μερικώς από έναν όχλο επαναστατών, που επιτίθεται στην πλευρά του περιβόλου που είναι στραμμένος στην πόλη. Στην προσπάθειά της να διατηρήσει ένα έργο, χρήσιμο για την άμυνα της πατρίδας, η Εθνική Συνέλευση αποφάσισε να αναστείλει τη κατεδάφιση με διάταγμα. Στις 4 Ιανουαρίου ο 1794, Βοναπάρτη, Επιθεωρητής των ακτών της Μεσογείου, γράφει στον Υπουργό των Στρατιωτικών να επαναφέρουν τον αμυντικό χαρακτήρα του κάστρου, ενάντια στη θέληση του λαού που φοβάται την κατασκευή μιας  "Bastille (φυλακή στο Παρίσι) Μασσαλιώτιδας».
Το οχυρό αποκαταστάθηκε το 1834, με γκρίζα πέτρα που έκαναν αντίθεση με τις ρόδινες αποχρώσεις αυτών χρησιμοποιήθηκαν αρχικά. Με εντολή του Ναπολέοντα ΙΙΙ, οδικά έργα χωρίζουν το οχυρό σε δύο πολύ διακριτά φρούρια και ανοίγουν ένα δρόμο για την κυκλοφορία, που ονομάζεται  το 1864 λεωφόρος του Αυτοκράτορα. Αργότερα, το 1870,  γίνεται λεωφόρος Victor Hugo, το 1871 λεωφόρος   du Pharo το 1871, και το 1922, λεωφόρος Charles Livon Boulevard.
Το 1887, οι στρατιωτικές αρχές μετονομάζουν το επάνω Οχυρό του  Αγίου Νικολάου σε οχυρό Entrecasteaux, από το όνομά ενός γάλλου θαλασσοπόρου. Το κάτω φρούριο του Αγίου Νικολάου ονομάζεται οχυρό Ganteaume, προς τιμήν ενός παλιού αντί-ναυάρχου, και θαλάσσιου νομάρχη της Τουλόν.
Παράλληλα, από το 1696, το κάστρο λειτουργεί ως κατοικία για τους στρατιώτες που καταδικάστηκαν με μικρές ποινές από τα στρατιωτικά δικαστήρια. Εκείνη την εποχή, πέντε προτεστάντες που έχουν κατηγορηθεί για κατασκοπεία για λογαριασμό του Γουλιέλμου της Οράγγης φυλακίζονται στο οχυρό St-Nicolas. Στη συνέχεια, το 1823, μετά από την ισπανική εκστρατεία, το φρούριο δέχεται 569 φυλακισμένους. Το 1939, φιλοξενεί δύο διάσημους καλεσμένους: τον Jean Giono, που αναφέρει στο μυθιστόρημά του "Νώε" το κελί όπου έζησε έγκλειστος  είκοσι ημέρες χωρίς φως και τον Habib Bourguiba, μελλοντικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Τυνησίας.
Στις 14 Ιανουαρίου 1969, το οχυρό κατατάχθηκε στα ιστορικά μνημεία.



LE CHÂTEAU BORÉLY
Το κάστρο Borely χτίστηκε πάνω  στον τομέα της αγροτικής Bonneveine με πρωτοβουλία του Louis Borely (1692-1768), που προερχόταν από μια παλιά οικογένεια που βρισκόταν στην Προβηγκία  για πέντε αιώνες.
    Σήμερα, γίνονται εργασίες αποκατάστασής του.
Μετά την επισκευή της στέγης, το 2010 άρχισε μία νέα φάση εργασιών για την αποκατάσταση των προσόψεων και ξυλουργικές εργασίες για την αποκατάσταση των πατωμάτων. Επίσης, γίνονται εργασίες και για την αποκατάσταση των ταβανιών που τα ζωγράφισε ο Louis Chaix το δέκατο όγδοο αιώνα.
Τέλος, η τελευταία φάση των εργασιών θα αφορά κυρίως την κατασκευή και ολοκλήρωση του Μουσείου. Έτσι, οι  συλλογές θα παρουσιαστούν, στον ίδιο « χώρο μουσείο", σε μια επιφάνεια 3.850 τμ.
Στο δέκατο όγδοο αιώνα, η οικογένεια Borely, ανήκε σε μία τάξη της Μασσαλίας αξιοζήλευτη. Όπως και οι άλλες πλούσιες οικογένειες εμπόρων της πόλης, είχε στην ιδιοκτησία της πολλά κτίρια και ξενοδοχεία. Αλλά πέρα από αυτά, η απόκτηση μιας "Bastide" (εξοχική πολυτελής κατοικία) αποτελούσε εμμονή για τους Μασσαλιώτες. Έτσι, σε όλη του τη ζωή του, ο Louis Borely ονειρεύεται να κτίσει μία "Bastide" στο Bonneveine. Περισσότερο από ένα παραδοσιακό σπίτι της περιοχής, θέλει το έργο του να υπερβαίνει στο μέγεθος και στη διάταξη, όλα τα υπόλοιπα της περιοχής, που ήταν ήδη εκατοντάδες και να αναγνωρίζεται ως ένα «πραγματικό κάστρο".
Έτσι το 1767, επιστρέφοντας από την Αίγυπτο όπου ευημερούσαν οι οικογενειακές εμπορικές συναλλαγές, βάζει μπροστά το έργο του. Απευθύνεται λοιπόν στον αρχιτέκτονα JL Clérisseau, του οποίου η ιταλική επιρροή ήταν γνωστή σε όλη την Ευρώπη και έχαιρε εκτίμησης ως και στην αυλή της Ρωσίας. Η ανύψωση του προβλεπόμενου έργου τροποποιήθηκε με βάση το γαλλικό στυλ και η διακόσμηση έγινε πιο ελαφριά από τον αρχιτέκτονα Comtadin Esprit Brun (1710-1804). Ο τελευταίος πραγματοποίησε σημαντικές εργασίες υπό την επίβλεψη του γιου του Λουδοβίκου Borely, Louis-Joseph Denis (1731 - 1784) που ήταν μελετητής και λάτρης της τέχνης.
Ο γιος εμπιστεύτηκε την εσωτερική διακόσμηση στο ζωγράφο Louis Chaix (1744 - 1811), με καταγωγή από το Aubagne, στέλνοντάς τον, με δικά του έξοδα στην Ιταλία, για να μελετήσει και να αναζητήσει σχέδια.
Ο  Chaix επινόησε μία πολυτελή διακόσμηση γεμάτη  οφθαλμαπάτη και αποχρώσεις του ιδίου χρώματος, μεγάλες μυθολογικές συνθέσεις για τις οροφές,  τους για τοίχους, πάνω από τις πόρτες, ανάμεσα στα γύψινα και επιχρυσωμένα ξυλόγλυπτα. Αυτές οι διακοσμήσεις κέρδισαν το θαυμασμό διάσημων επισκεπτών, όπως ο Charles VI της Ισπανίας, η δούκισσα του Berry, ο Alfred de Vigny,ο  Eugène Scribe, οι οποίοι και υπέγραψαν το «χρυσό βιβλίο»  που φυλάσσεται στο κάστρο.
Το κάστρο ανήκει σήμερα στην πόλη της Μασσαλίας και αποτελεί μια πολύτιμη μαρτυρία για την αρχιτεκτονική του δέκατου όγδοου αιώνα στην Προβηγκία. Τυπική αρχιτεκτονική της "
Bastide" της Ν. Γαλλίας βρίσκεται χωρίς καμία αμφιβολία, στο αποκορύφωμά της. Το Κάστρο Borely, χτίστηκε σύμφωνα με τις επιθυμίες του Λουδοβίκου Borely και έγινε η μεγαλύτερη και η πιο όμορφη εξοχική κατοικία της περιοχής.
Η χρήση της παλιάς κατοικίας της οικογένειας Borely ως μουσείο είναι παλιά. Στέγασε κυρίως το Αρχαιολογικό Μουσείο από το 1863ως το 1989 και θα στεγάσει σύντομα το μελλοντικό Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών. 
LA PRÉFECTURE (Η ΝΟΜΑΡΧΙΑ)
Αυτό το μνημείο είναι καταχωρημένη ως ιστορικό μνημείο από το 1975.  Σήμερα, τα έπιπλα και τα αντικείμενα τέχνης  από την Πρώτη και τη Δεύτερη Αυτοκρατορία καταγράφονται για να ταξινομηθούν.
Ο αρμόδιος γερουσιαστής  για τη διοίκηση του Bouches-du-Rhône από το 1860 ως το 1866, Charles-Emilede Maupas, ανέθεσε τα σχέδια για την υλοποίηση του μνημείου στον αρχιτέκτονα της περιοχής, Αugustus Martin     (1818-1877), που παραιτήθηκε       το Νοέμβριο του 1864. Επισήμως, η αναχώρησή του προκλήθηκε από  τις υπερβάσεις του κόστους της εσωτερικής διακόσμησης και τις αγορές έργων τέχνης. Ανεπίσημα, ένας νέος αρχιτέκτονας, ο François-Joseph Nolau,που κέρδισε το δεύτερο βραβείο της Ρώμης, σχεδιαστής της Opéra comique και άλλων ονομαστών έργων στο Παρίσι, είχε κληθεί για τον εσωτερικό σχεδιασμό, τη διακόσμηση, την επίπλωση και των έργων τέχνης.
Η Νομαρχία εγκαινιάστηκε την 1η Ιανουαρίου 1867 από τον Maupas, παρά την απόλυσή του, τον Δεκέμβριο του 1866, αλλά τα έργα ζωγραφικής των οροφών του Salon de l'Horloge δεν είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το 1870 και το 1872.
Ο Gaston Cremieux ανακήρυξε το δήμο στο Νομό  στις 23 Μαρτίου του 1871 και η εγκατάσταση της Γενικής Espévent Villeboisnet δεν έκανε μεγάλη ζημιά στο κτίριο. Το γλυπτό των προσόψεων έγινε από παριζιάνους καλλιτέχνες που είχαν κερδίσει οι περισσότεροι τι βραβείο «Grand Prix de Rome»: ο Eugène Lequesne (1815-1887), ο Charles Gumery (1827-1871), ο Pierre Travaux(1822-1869), και υπό τη διεύθυνση του Eugene William (1822-1905), που κέρδισε το Grand Prix το 1845,και είναι ο δημιουργός του έφιππο αγάλματος του Ναπολέοντα ΙΙΙ, το οποίο καταστράφηκε το 1870. Τα διακοσμητικά γλυπτά δόθηκαν στον Emile Aldebert, καθηγητή γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο Antoine-Dominique Magaud, ιστορικός ζωγράφος, γνωστός για τα πορτρέτα του και διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών στη Μασσαλία το 1869, ανέλαβε να ζωγραφίσει τα ταβάνια των επίσημων σαλονιών και των ιδιωτικών διαμερισμάτων. Ο Raphael Ponson έλαβε ένα από τα τέσσερα μετάλλια που εκπροσωπεί τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα της Δεύτερης  Αυτοκρατορίας στη Μασσαλία.

Το άγαλμα της Δημοκρατίας το οποίο υποδέχεται τους επισκέπτες στην κύρια σκάλα είναι  έργο του Constant Roux, επίσης ενός εκ των νικητών του Grand Prix de Rome.
L’OPÉRA
Στις 14, Ιουλίου 1786, αρχίζει η ιστορία της όπερας, με την τοποθέτηση του θεμέλιου λίθου του Grand Théâtre de Marseille. Μετά από πάνω ένα έτος εργασιών, το κτίριο εγκαινιάστηκε με την παρουσία του Διοικητή της Προβηγκίας. Η Μασσαλία γίνεται η δεύτερη πόλη της Γαλλίας μετά την Μπορντό που έχει τη δική της όπερα. Αλλά  στις 13 Νοεμβρίου του 1919, μια πυρκαγιά κατέστρεψε ολόκληρο το Grand Théâtre. Το μόνο που διασώθηκε ήταν μόνο οι κολώνες του περιστυλίου και οι κύριοι τοίχοι. Η ανακατασκευή άρχισε το 1920 και διήρκεσε τρία έτη και έξι μήνες. Ο γερουσιαστής και δήμαρχος της Μασσαλίας τη στιγμή, ο Δρ Flaissières, το οποίο εγκαινιάζει την νέα Δημοτική Όπερα το 1923. Η ανάμιξη μεταξύ της κιονοστοιχίας της επαναστατικής περιόδου και το στυλ της δεκαετίας του 1920 είναι πολύ ορατή στην κύρια πρόσοψη.
Η Opéra χαρακτηρίζεται από:
n      Το περιστύλιο και τα κιγκλιδώματα που σχεδίασε ο Castel
n      Το περιστύλιο αρχαίου ιωνικού ρυθμού, για την καθαρότητα και την διατηρημένη αναλογία των κιόνων, που δημιουργεί ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Πριν ανεβεί κανείς από τις σκάλες για να εισέλθει στο κτίριο, θα περάσει από τα κιγκλιδώματα που σχεδιάστηκαν από τον Castel των οποίων η εναλλαγή των  σταθερών μερών, που κοσμούνται από χάλκινα μετάλλια με σχέδια αλληγορικά με θέμα το χορό και τη μουσική και των μερών που είναι φτιαγμένα από σφυρήλατο σίδερο, εναρμονίζεται απόλυτα με το ρυθμό των στηλών.
Το χωλ της εισόδου, το λόμπι, καμαρίνια, το πάνω μέρος της σκάλας της αίθουσας (από τη μεριά του κήπου)
Στη μέση της ευρύχωρης αίθουσας, το αυτόματο μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων λάμπει και πλαισιώνεται από δύο πανό ζωγραφισμένα από τον Jean Julien. Στις δύο πλευρές του Great Hall αρχίζει η κεντρική σκάλα, φτιαγμένη με γαλλικό στυλ, που οδηγεί στις αίθουσες που είναι διακοσμημένες με σκηνές από τη μυθολογία, σκαλισμένες από το Raybaud και στολισμένες με πίνακες του Julien  που προσελκύουν το μάτι του επισκέπτη.
Le Foyer
Ακολουθώντας κατά μήκος τα σφυρήλατο σιδερένια κάγκελα, η ανάβαση τελειώνει με θαυμαστό τρόπο στο πάτωμα του Μεγάλου φουαγιέ - ένα μείγμα από εξωτικά αρώματα και σπάνια φρούτα – ραμμένα με σχέδια από έβενο. Οι συμμετρικοί καθρέφτες είναι επιστρέφουν τα φώτα από τα παράθυρα του περιστυλίου, και αντικατοπτρίζουν την οροφή που έχει φιλοτεχνήσει ο Carrera Augustin.

La Salle 
mairie Με το πάτωμα του χωρίζεται σε τρία ξεχωριστά τμήματα, τα μπαλκόνια και το λόμπι, η Όπερα θυμίζει το πνεύμα των ιταλικών αιθουσών.
Το διακοσμημένο από τον Carrera Augustin ταβάνι, αναπαριστά το  Φοίβο αλλά δυστυχώς δε σώζεται πια. Κατέρρευσε μετά από μια παράσταση του «Οθέλλος» τη νύχτα της 16 προς 17 Φεβρουαρίου  του 1969. ¨Έκτοτε, αποκαταστάθηκε αλλά δε διακοσμήθηκε ξανά. Ο διακοσμητής Llano Φλόρες έφτιαξε το σιδηρούν παραπέτασμα που χωρίζει τους μουσικούς από τη σκηνή σε περίπτωση πυρκαγιάς. Η όλη σύνθεση, καθαρά διακοσμητική, κατασκευάστηκε με μεγάλη πολυτέλεια. Ο σχεδιασμός του ανάγλυφου, δανεισμένο από τους  αιγύπτιους γλύπτες, έχει έναν πολύ ισορροπημένο ρυθμό και μια σπάνια αρμονία παρόλο που είναι αποτέλεσμα πολλών καλλιτεχνών: του Henri Ebrard, του Gaston Castel, και του George Raymond για τα σχέδια, του Sartorio, του Eichacker, του Raybaud, του Varenne Henry de Groux, του Augustin Carrera κα, για τη διακόσμηση, τις τοιχογραφίες, τους πίνακες ζωγραφικής και τα γλυπτά των ανάγλυφων.
LE PALAIS DES ARTS
Το Παλάτι των Τεχνών, ή Palace  Carli,  είναι ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Μασσαλίας. Βρίσκεται στην καρδιά του κέντρου της πόλης, κοντά στο παλιό λιμάνι. Το κτίριο χτίστηκε από το διάσημο αρχιτέκτονα Espérandieu μεταξύ 1864 και 1874 για να στεγάσει τη Σχολή Καλών Τεχνών και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης. Σήμερα στεγάζει το Εθνικό Ωδείο "Barbizet Pierre" και το Ίδρυμα "Regards de Provence", που διοργανώνει εκθέσεις γύρω από την καλλιτεχνική κληρονομιά στην Προβηγκία και τη Μεσόγειο.
LE PALAIS DE JUSTICE
 Κλασικό κτίριο τόσο για την αρχιτεκτονική όσο και τη γλυπτική διακόσμηση του, έργο του αρχιτέκτονα Martin.
Το Δικαστικό Μέγαρο χτίστηκε μεταξύ 1856 και 1862 σε γη που ανήκε στα κάτεργα της Άρσεναλ. Εκείνη την εποχή, χρησιμοποιείτο για την εξάσκηση των στρατευμάτων. Το νέο κτίριο αντικατέστησε το παλιό Δικαστικό Μέγαρο που βρισκόταν στην πλατεία Daviel και ήταν πολύ μικρό.
LHÔTEL DE VILLE
Αυτό του περιορισμένου μεγέθους κτίριο, ανεγέρθηκε το 1653. Κτισμένο όπως τα γενοβέζικα παλάτια της εποχής, είναι έργο ενός Ιταλού αρχιτέκτονα, του οποίου το όνομα παραμένει άγνωστο. Το κτίριο είναι γνωστό από τους παλιούς Μασσαλιώτες ως "La Loge» (που προέρχεται από το ιταλικό "χαγιάτι"). Ένα μεγάλο δωμάτιο και ένα πιο στενό καταλαμβάνουν όλο το χώρο στο ισόγειο ενώ τρία δωμάτια μοιράζονται τον πρώτο όροφο. Κάτι πρωτότυπο, οι σκάλες που παίρνεις για να ανεβείς από το ισόγειο στον πρώτο όροφο βρίσκονται σε ένα γειτονικό σπίτι, που δεν είναι καν συνεχόμενο με το Δημαρχείο. Διασχίζουν ένα δρόμο μέσο μιας κλειστής γέφυρας, που σχηματίζουν με αυτόν τον τρόπο ένα τόξο μεταξύ των δύο σπιτιών.
Εξαιρετικό παράδειγμα της μπαρόκ αρχιτεκτονικής του δέκατου έβδομου αιώνα της Προβηγκίας, είναι διακοσμημένο με ένα μενταγιόν που φέρει τα όπλα της Γαλλίας, κατασκευασμένο από τον Pierre Puget. Παραμένει ένα από τα λίγα κτίρια που επέζησε από την καταστροφή της περιοχής κάτω από τη γερμανική κατοχή το 1943.
LE PALAIS DE LA BOURSE
 Το Palais de la Bourse είναι το πρώτο κτίριο που ανεγέρθηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυτοκρατορίας  από το 1852 ως το 1854. Σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Pascal Coste. Αποτελεί την  αφετηρία ενός μεγάλου κύματος κατασκευής δημοσίων κτιρίων στη Μασσαλία στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα.
Το κτίριο στεγάζει τα κεντρικά γραφεία του Εμπορικού Επιμελητηρίου, από την ημέρα των εγκαινίων του, στις 26 Σεπτεμβρίου του 1852 που πραγματοποιήθηκαν με την παρουσία του Λουδοβίκου-Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Σήμερα, στεγάζει το Μουσείο της Ναυτιλίας και των Οικονομικών.
Η χαραγμένη διακόσμηση είναι εξολοκλήρου αφιερωμένη στην ένδοξη ιστορία του εμπορίου της  Μασσαλίας. Η κύρια πρόσοψη είναι διακοσμημένη κυρίως με αγάλματα των θαλασσοπόρων Πυθέα και του Ευθυμένη. Έχει επίσης  μια κιονοστοιχία ύψους 12 μέτρων.
LA MANUFACTURE DES TABACS DE LA BELLE-DE-MAI
 Το εργοστάσιο καπνού εγκαινιάστηκε το 1868 στη λαϊκή συνοικία La Belle de Mai, ακριβώς δίπλα στο σταθμό εμπορευμάτων. Χτίστηκε σύμφωνα με τα σχέδια Ντεζιρέ Michel και στη δεκαετία του 1960, το εργοστάσιο γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα της Γαλλίας. Δυστυχώς, αυτή η περίοδος ακμής ακολουθείται από μια μακρά φθίνουσα πορεία που οδηγεί τη διεύθυνση στο να κλείσει το εργοστάσιο το 1990και να μεταφέρει την παραγωγή στο Vitrolles.
Η ιστορία του τελειώνει και αρχίζει αυτή των εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Το 1994, ο Δήμος της Μασσαλίας αγόρασε το μέρος του εργοστασίου που χρονολογείται το δέκατο ένατο αιώνα  για να το μετατρέψει σε κέντρο πολιτιστικής κληρονομιάς. Σήμερα, δίπλα από τα Δημοτικά Αρχεία της Μασσαλίας εγκαθίστανται το Διαπεριφερειακό Κέντρο Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Συντήρηση και Αποκατάστασης  (CICRP) και το Δημοτικό Ταμείο Σύγχρονης Τέχνης.

ΠΗΓΕΣ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
Κόνδης Σ., ιστορικός
Κωσταρέλλου Ν., αρχιτέκτονας
Μπενίση Ε., ιστορικός τέχνης
Πυλαρινός Χ., αρχιτέκτονας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Benevolo L., (1997), “Η Πόλη στην Ευρώπη”, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ., (1992), Αρχιτεκτονική Τοπίου. Σχεδιασμός Αστικών Χώρων, Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος β΄ και γ΄ Αρχαϊκός Ελληνισμός, Κλασσικός Ελληνισμός, Εκδοτική Αθηνών, 1972
Ιωνίδειος Σχολή Πειραιά, Ο Πειραιάς μέσα από την ιστορία και τη λογοτεχνία, Πειραιάς 2005
Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ., (1992), Αρχιτεκτονική Τοπίου. Σχεδιασμός Αστικών Χώρων, Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη.
Ι. Μελετόπουλος, Αθήναι 1650-1870, έκδοση Τράπεζας Πίστεως, Αθήνα 1979
Π. Μιχελής, Η Αρχιτεκτονική ως τέχνη, Αθήνα 1951
Ρόμπερτ Φυρνώ – Τζόρνταν, (1981), Ιστορία άλλες Αρχιτεκτονικής, Εκδόσεις Υποδομή, Αθήνα.
Δ. Φιλιππίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1984

ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ       
ekpaideutikesekdromes.wikispaces.com
http://www.ethnos.gr/article
trans.kathimerini.gr
http://www.marseille.fr
http://marseille.tv/tourisme/histoire-de-marseille
www.monumenta.org
http://www.tripadvisor.com.gr










[1] http://athensinfoguide.com
wwk.kathimerini.gr
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 2
Ο Πειραιάς μέσα από την Ιστορία και τη Λογοτεχνία, Ιωνίδειος Σχολή Πειραιά, 2005 Πειραιάς
[7] Benevolo L., (1997), “Η Πόλη στην Ευρώπη”, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Π. Μιχελής, Η Αρχιτεκτονική ως τέχνη, Αθήνα 1951 Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ., (1992), Αρχιτεκτονική Τοπίου. Σχεδιασμός Αστικών Χώρων, Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη.
Ι. Μελετόπουλος, Αθήναι 1650-1870, έκδοση Τράπεζας Πίστεως, Αθήνα 1979
Ρόμπερτ Φυρνώ – Τζόρνταν, (1981), Ιστορία άλλες Αρχιτεκτονικής, Εκδόσεις Υποδομή, Αθήνα
Δ. Φιλιππίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1984
www.monumenta.org, el.wikipedia.org, www.zoover.gr, www.eie.gr, www.hellenicparliament.gr, www.odysseus.culture.gr, ekpaideutikesekdromes.wikispaces.com, trans.kathimerini.gr






[8] [8] Χ. Πυλαρινός, αρχιτέκτονας
www.Google.com/wikipaideia